(ΕΡΓΟ ΣΕ ΔΥΟ ΠΡΑΞΕΙΣ)
ΚΥΡΙΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ
1.
ΕΚΤΟΡΑΣ (συγγραφέας – φιλόσοφος)
2.
ΜΙΧΑΗΛ (ζωγράφος)
3.
ΝΕΦΕΛΗ (μικρότερη αδελφή Έκτορα)
4.
ΑΡΗΣ (κριτικός τέχνης)
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Βρισκόμαστε σε ένα χώρο, όπου μοιάζει με καφέ,
διακοσμημένο με ξύλο, πέτρινο τζάκι, άνετες μπρεζέρες και σερβίτσιο καφέ πάνω
στα τραπεζάκια. Το ντεκόρ αποπνέει αέρα σαλονιού παλιού αρχοντικού.
Στα ηχεία ακούγεται το «Ich bin der Welt abhanden gekommen» G. Mahler.
Δύο κύριοι κάθονται αντίκρυ, καθένας στη μπρεζέρα
του.
ΜΙΧΑΗΛ
(Μ): Σήμερα στο εργαστήρι πάλι για εσάς μιλούσαν, με θαυμασμό για το τελευταίο
βιβλίο. Προσπαθούσαν να κατανοήσουν τα βαθύτερα νοήματά του.
ΕΚΤΟΡΑΣ
(Ε): Θα αργήσουν αγόρι μου. Είναι ακόμα πολύ ακατέργαστοι και εγωκεντρικοί για
να το αντιληφθούν.
(Μ):
Γιατί το λέτε αυτό;
(Ε):
Το λέω γιατί περιγράφει συμπεριφορές και αξίες που σήμερα είναι ανύπαρκτες. Για
να μπορέσει να τις κατανοήσει ο αναγνώστης, θα πρέπει είτε να τις εξασκεί, είτε
να τις μελετά.
Η
αλήθεια είναι άφαντη. Όλα περικλείονται σε ένα ελκυστικό περιτύλιγμα ψεύδους. Η
αξιοπρέπεια ανύπαρκτη. Πληθώρα ανθρώπων χαριεντίζονται με ανθρώπους που
κατέχουν δύναμη μέσω αξιωμάτων για να γλείψουν ένα ξεροκόμματο ευδαιμονίας ή
μια θέση άνευ αντικειμένου, ώστε να κάθονται και να πληρώνονται.
(Μ):
Ξέρετε πόσο σας αγαπώ, αλλά μήπως είστε λίγο προκατειλημμένος; Όλοι οι άνθρωποι
αναζητούν τη σιγουριά, το βόλεμα.
(Ε):
Κάνεις λάθος μικρέ! Το βόλεμα το αναζητούν οι ανίκανοι. Οι ικανοί είναι
πολεμιστές παντός καιρού και μάχης. Όπου κι αν βρεθούν, ό,τι κι αν κάνουν θα
πετύχουν, γιατί ξέρουν να αγωνίζονται. Λιμάροντας τα νύχια μας και πίνοντας
καφέ δε θα επιτύχουμε πολλά.
(Μ):
Μα κι εμείς κάτι αντίστοιχο δεν κάνουμε τώρα;
(Ε):
Παιδί μου, η παρομοίωση σου ήταν ατυχής. Η σύγκριση ανεδαφική. Εγώ είμαι στα
μετόπισθεν, εδώ και πολύ καιρό ενώ εσύ τώρα ξεκινάς το δημιουργικό ταξίδι σου.
Επίσης είμαστε εδώ για να δημιουργήσουμε μέσα από την αλληλεπίδρασή μας και όχι
να αράξουμε ή να κουτσομπολέψουμε άσχετο κόσμο. Γι’ αυτό δεν είσαι εδώ; Δεν θα
αναλύσουμε το δεύτερο κεφάλαιο από το τρίτο βιβλίο μου, όπως μου είπες;
(Μ):
Φυσικά κ. Έκτορα. Η συζήτησή μας θα αποτελέσει έναυσμα ικανό να ολοκληρώσω άλλη
μια μονοθεματική σειρά πινάκων. Εξάλλου για ένα από τα βιβλία σας μιλούσαμε
προηγουμένως, πριν την αναφορά μου στο εργαστήρι.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Σηκώνονται από τις μπρεζέρες οι 2 ήρωες και
περπατούν προς το μπαρ.
Ακούγεται το χορωδιακό απόσπασμα του «Va Pensiero (Nabucco) – Verdi»
(Ε):
Πόσο απολαμβάνω τις επισκέψεις σου Μιχαήλ. Με αναζωογονούν. Βλέπω κόσμο και παίρνω
γεύση από τον έξω κόσμο.
(Μ):
Χαίρομαι να το ακούω αυτό από εσάς, αλλά πως και δεν έχετε άλλες επισκέψεις;
Εσείς;
(Ε):
Επιτέλους κόψε τον πληθυντικό! Πόσες φορές πρέπει να στο πω; Είμαστε φίλοι πια.
Έρχεται και η Νεφέλη, η μικρότερη αδελφή μου, αλλά είναι έγκυος τώρα και
δυσκολεύεται. Με αγαπάει πολύ παρά τις παραξενιές μου.
(Μ):
Δίκιο έχετε… έχεις. Θα το προσπαθήσω Έκτορα.
(Ε):
Μου αρέσει η παρέα σου Μιχαήλ. Μερικές ημέρες εδώ νιώθω αρκετή μοναξιά, αν και
προσπαθώ να τη μετριάζω με το γράψιμο, που είναι ο καλύτερός μου φίλος. Γενικά
στη ζωή μου οι άνθρωποι με απέφευγαν. Δεν τους έμοιαζα και δεν εξέταζαν ποτέ το
γιατί. Επιπλέον έλεγα πάντα την αλήθεια κι αυτό από μόνο του, δημιουργούσε μια
απόσταση από τους ανθρώπους, ως λάγνοι κυνηγοί του κομπλιμέντου.
(Μ):
Κι εμένα η δική σου Έκτορα. Οι αναλύσεις μας ή η πολυλογία μας μου ανοίγει
διάπλατα παράθυρα στον κόσμο.
(Ε):
Τι όμορφα λόγια και από έναν νέο άνθρωπο. Σε ευχαριστώ. Αποκτώ έναυσμα να
συνεχίσω να γράφω. Διαφορετικά η ζωή μου είναι πολύ δύσκολη. Ποτέ δε μπόρεσα να
παρακάμψω την ουρά στο ταμείο, να σπρώξω για να κάτσω στο λεωφορείο, να είμαι
αγενής. Είναι καθημερινές συμπεριφορές που ποτέ δεν κατανόησα το λόγο εμφάνισής
τους και την πηγή τους. Χωρίς ανάλογες συμπεριφορές δύσκολα επιβιώνεις και η
μοναξιά μέσα σε τόσο κόσμο γίνεται ακόμα πιο ανυπόφορη. Ευτυχώς που τώρα είμαι
εδώ μακριά.
(Μ):
Πως γίνεται να δυσκολεύεσαι εσύ, ένας άνθρωπος του πνεύματος;
(Ε):
Κι επειδή; Εμείς δεν έχουμε δυσκολίες; Η έλλειψη σεβασμού σε κάθε κοινωνική
εκδήλωση που συναντώ με εξοργίζει. Δε μπορώ, κι εγώ με τη σειρά μου, να
κατανοήσω πως άνθρωποι μορφωμένοι, συμπεριφέρονται τόσο ελεεινά, νομίζοντας πως
αυτοί είναι πάντα οι σωστοί ή οι έξυπνοι.
Η
κοινωνία μας μικρέ μου νοσεί σοβαρά, αλλά η υπέρμετρη ιδιοτέλεια μας δε μας
αφήνει να το αντιληφθούμε. Σε μια τέτοια κοινωνία θεωρώ πως δε μπορώ να
επιβιώσω. Δεν αντέχω. Μου δημιουργείται δυσφορία και μελαγχολία. Γι’ αυτό και
δέχθηκα όσα μου καταλόγιζαν, χωρίς αντίρρηση. Για να βρίσκομαι εδώ.
Οι
φίλοι μου εδώ μπορεί να έχουν τα μύρια προβλήματα, αλλά έχουν καθαρές ψυχές και
μπέσα. Ίσως να βρέθηκα σε λάθος εποχή.
(Μ):
Τι λες τώρα Έκτορά μου; Χωρίς εσένα η διανόηση θα ήταν φτωχή και εμείς που σε
διαβάζουμε μισοί. Θέτεις ζητήματα και αναγνωρίζεις χαρακτήρες που απαιτούν
βαθιά σκέψη και προβληματισμό. Ξέρεις πόσες φορές έχω κάτσει μπροστά από τον
καθρέφτη μου με ένα βιβλίο σου και έχω συνομιλήσει με τον εαυτό μου; Ξέρεις
πόσα έργα μου έχουν προκύψει από αυτούς τους προβληματισμούς μου για τον
άνθρωπο; Θα ήθελα πάρα πολύ, όταν ολοκληρώσω τη συλλογή μου με έμπνευση εσένα,
να την προλογίσεις. Θα ήταν μεγάλη μου τιμή.
(Ε):
Και δική μου επίσης, αν είμαι ακόμα εδώ
(Μ):
Τι εννοείς;
(Ε):
Ας ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας για το κεφάλαιο που έλεγες. Πολύ φλυαρήσαμε!
Ακούγεται το «Nightcall – Kavinsky»
Οι προβολείς χαμηλώνουν.
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Ακούγονται δύο πυροβολισμοί και χτύπος καμπάνας
πένθιμος.
Ανοίγουν οι προβολείς και βρισκόμαστε σε ένα
ατελιέ ζωγραφικής με πολλούς πίνακες διασκορπισμένους και όλα τα εργαλεία ενός
ζωγράφου.
Ο Μιχαήλ εμφανίζεται συντετριμμένος και
κλαίγοντας.
(Μ):
Δε μπορώ να το πιστέψω. Τι συμφορά είναι αυτή! (Ακουμπά στον καναπέ του και
κλαίει). Γιατί; Γιατί; Πως μπόρεσε; Δε με σκέφθηκε;
Μα
τι λέω ο ηλίθιος. Πάλι τον εαυτό μου βάζω μπροστά. Ακόμα δεν έχω απελευθερωθεί
από την ιδιοτέλεια, που τόσο απεχθάνονταν. Φτου μου!!
Χτυπάει το κουδούνι. Ο Μιχαήλ ανοίγει. Μια
μαυροφορεμένη έγκυος νεαρή γυναίκα εισέρχεται στο ατελιέ.
(Μ):
Καλημέρα Νεφέλη μου. Σε ευχαριστώ που ήρθες, παρ’ όλη την κατάστασή σου, αλλά
δε μπορώ να το διαχειριστώ μόνος μου ακόμα. Χρειάζομαι συμπαράσταση.
ΝΕΦΕΛΗ
(Ν): Γεια σου Μιχαήλ. Φοβήθηκα από το τηλεφώνημά σου και είπα να μην σε αφήσω
μόνο σου.
(Μ):
Μα τι είναι αυτό που μας βρήκε; Δε μπορώ να το χωνέψω!!
(Ν):
Είναι τραγικό, αλλά συνέβη. Ίσως εκεί που θα είναι τώρα ο Έκτορας να είναι
καλύτερα.
(Μ):
Μα πως έγινε; Που βρήκε το όπλο;
(Ν):
Απλά. Όπως γίνονται αυτά. Δε ξέρω που το βρήκε. Θα μας πουν από το ίδρυμα. Ήταν
εκεί για να το προσέχουν και όχι να συμβεί αυτό. Έχασα τον αδελφό μου, παρόλο
που ήταν επιλογή του και πρέπει να απολογηθούν. Ήταν το καλύτερο. Όφειλαν αν το
αποτρέψουν. Έχουν αναλάβει οι δικηγόροι τώρα.
(Μ):
Μα πως μπορείς να είσαι τόσο ήρεμη; Δεν έχεις εξοργιστεί; Δε θες να κλάψεις;
(Ν):
Είμαι για χάρη του παιδιού μου και του αδελφού μου. Το γράμμα που μου άφησε,
έλεγε πως δεν ήθελα να κλάψω για εκείνον, αλλά να γελάω. Δεν άντεχε να παλεύει
για τα αυτονόητα. Ήταν πια πάνω από τις ψυχικές δυνάμεις του. Πλήττονταν η
αξιοπρέπειά του και δεν ήθελε να μας επιβαρύνει άλλο με τη φροντίδα του. Χωρίς
την παρουσία του θεώρησε ότι θα ήμασταν καλύτερα, χωρίς έννοιες. Μου άφησε 5
παραμύθια, δώρο για το ανηψάκι του, όπως έγραψε, ώστε να έχει κάτι να τον
θυμάται.
Αν
και μεγαλύτερός μου, διατηρούσε μια παιδική ψυχούλα τόσο ευαίσθητη, που έκρυβε
με κάθε τρόπο, ώστε να μη δείξει αδύναμος. Όχι δε θα κλάψω, θα γελάσω. (Η Νεφέλη ξεσπά σε σπαρακτικά γέλια)
(Μ):
Πότε θα γίνει η κηδεία του και που;
(Ν):
Δε θα γίνει κηδεία. Μια λειτουργία θα γίνει αύριο στη μητρόπολη για όσους
θέλουν να τον αποχαιρετήσουν. Άφησε παράκληση για καύση και σπόρπισμα της
στάχτης του πάνω από το Σούνιο – την αγαπημένη του εκδρομή. Θα σεβαστώ την
επιθυμία του.
(Μ):
Θα είμαι εκεί.
Σβήνουν τα φώτα και ακούγεται το «The Rip Tide – Beirut» για ένα
λεπτό.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Ανοίγουν ξανά και βρισκόμαστε σε έναν πανέμορφο
κήπο με ξύλινα τραπεζοκαθίσματα ιδιαίτερου γούστου. Εκεί βρίσκονται ο Μιχαήλ
και ο Άρης.
(Μ):
Να, εδώ με έφερνε μετά τον καφέ στο σαλόνι του, για να αναλύσουμε όλα όσα του
ζητούσα. Ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Νιώθω μεγάλη μοναξιά χωρίς αυτόν. Ίσως
να μπορώ να νιώσω τη μοναξιά που ένιωθε εκείνος, τώρα.
ΑΡΗΣ
(Α): Ήταν ιδιαίτερος άνθρωπος. Πολλοί τον θεωρούσαν σχιζοφρενή, λόγο της
εισαγωγής του και στο ψυχιατρείο. Εγώ θα έλεγα διαφορετικός.
(Μ):
Μα τι λες τώρα, οι πολυάριθμες και πολύωρες συζητήσεις που κάναμε, ουδόλως
υποδείκνυαν κάτι τέτοιο. Τα είχε 400. Θεωρώ ότι σκόπιμα εισήχθη για να έχει μια
προστασία από τα όρνια του έξω κόσμου και να έχει ευχέρεια γραφής.
(Α):
Ποτέ δε μπόρεσε να αποδεχθεί την κοινωνία στην οποία ζούσε. Τη θεωρούσε εμπόδιο
λόγω της ψευτιάς, ασυδοσίας, θράσους, κακίας και υστεροβουλίας που επικρατεί. Τα
βιβλία του το υποδεικνύουν συνεχώς. Ήταν ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος με
έντονο αξιακό υπόβαθρο, που δεν είχε καταφέρει να οχυρωθεί από τα πυρά της.
(Μ):
Μόνο ένας ευαίσθητος και ελεύθερος άνθρωπος θα μπορούσε να γράψει όσα έγραψε.
Πίστευα όμως ότι ήταν δυνατός, μαχητής και οι ερινύες δε θα τον νικούσαν.
(Α):
Μα οι φαινομενικά δυνατοί είναι οι πιο αδύναμοι. Αυτοί αναζητούν εναγωνίως ένα χάδι, ένα καλό λόγο, μια αγκαλιά, αλλά
ποτέ δε θα το ζητήσουν.
(Μ):
Νιώθω ένοχος. Έπρεπε να αντιληφθώ τι χρειάζονταν και να του το προσφέρω, όπως
εκείνος προσέφερε αστείρευτη γνώση και ενδυνάμωση σε εμένα. Συνεχώς μου μιλούσε
για τη μοναξιά του, χωρίς όμως να παραπονιέται ποτέ. Με αξιοπρέπεια. Είμαι
ηλίθιος. Έπρεπε να ήμουν εκεί, δίπλα του.
(Α):
Μην αισθάνεσαι έτσι. Ο Έκτορας ήταν για να έρθει, να αφήσει το έργο του και να
φύγει. Ούτε οικογένεια δεν έκανε. Η μοίρα κάτι παραπάνω ξέρει από όλους μας. Οι
εποχές ήταν πολύ σκληρές για τον ψυχισμό του.
(Μ):
Τι μοίρα και βλακείες μου λες τώρα βρε Άρη. Πόσα έργα του δε προλάβαμε να
διαβάσουμε; Πόσο ακόμα θα μπορούσαν να ανοίξουν οι ορίζοντές μας; Έδινε συνεχώς
τόσα πολλά σε όλους και με τόση χαρά, που μάλλον θα άδειασε. Πόσο μου λείπει…
(Α):
Το έργο του είναι αναμφισβήτητα μεγάλο και πολύπλευρο, αλλά κάποια σκοτεινά
σημεία θα είχε κι εκείνος, που τον ώθησαν σε αυτό που έκανε. Μόνο όποιος έχει
δίνει και να θυμάσαι ότι ήσουν τυχερός που ήσουν τόσο κοντά του. Κανένας δεν
είχε καταφέρει να το πλησιάσει τόσο πολύ.
(Μ):
Χωρίς αυτά τα σκοτεινά σημεία του όμως δε θα εξέπεμπε τόσο φως, κι εμένα αυτό
το δυνατό φως με ενδιεφέρε. Ναι ήμουν πολύ τυχερός και πλούσιος με όσα πήρα από
εκείνον.
(Α):
Ήταν πάντα αιρετικός και προκλητικός.
(Μ):
Θα έρθω να μείνω για λίγο εδώ στο ίδρυμα, στο δωμάτιό του, να προσπαθήσω να τον
αισθανθώ, να τον αφουγκραστώ, να ζήσω την καθημερινότητά του και παράλληλα θα
τελειώσω τους τελευταίους πίνακες της συλλογής μου για αυτόν. Σε δύο μήνες
είναι η επετειακή έκθεση μου στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης προς τιμήν του. Έχω
βρει και χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα βιβλία του, που θα την πλαισιώνει.
Θες να τα ακούσεις;
(Α):
Ναι. Είμαι περίεργος να δω ποια έχεις επιλέξει.
(Μ):
Είναι διαφορετικά και τα έχω κάνει ένα κείμενο. Άκου: «Η δημιουργία είναι πηγή
ζωής που αναβλύζει έντονα συναισθήματα και πάθος…πάθος χωρίς λάθη δεν
υφίσταται…τα έργα σου και το τι προκαλούν σε όσους ήρθαν σε επαφή μαζί τους
είναι η υστεροφημία σου, όλα τ΄ άλλα χάνονται. Το τι ένιωσες όμως, πάντα το
θυμάσαι....αγαπώ για μένα…παλεύω να ζωγραφίσω τον κόσμο με τη δική μου παλέτα,
χωρίς φόβο»
Ακούγεται το «In Colors – Minor Project»
Τα φώτα κλείνουν σταδιακά.
ΤΕΛΟΣ
(Ε.Γραμμένου)