«Ονειροζωή» - Παραμύθι

Ήταν μια δύσκολη ημέρα. Ο Μάρκος, μηχανικός κοντά στα 40, γυρνούσε από τη δουλειά του και ήταν πολύ κουρασμένος χαμένος στις σκέψεις του. Μπήκε τρέχοντας στο τρένο και ίσα που πρόλαβε να βρει μια θέση να καθίσει. Το σημερινό έργο του ανέσυρε μνήμες από τα νεανικά του χρόνια, τότε που έκανε τις πρώτες προσπάθειες εξερεύνησης των καλλιτεχνικών του δεξιοτήτων, αλλά μη βρίσκοντας πουθενά αρωγή και ώθηση, τις εγκατέλειψε κάπως ξαφνικά και άδοξα. Ο πολυχώρος που κατασκεύαζε ήταν πολύ όμορφη σύλληψη με διαφορετικές αίθουσες, όπου θα προσέφεραν έδαφος έκφρασης και έμπνευσης σε πληθώρα δημιουργών. Έβαλε τα ακουστικά του με την αγαπημένη του μουσική και άνοιξε το βιβλίο του, μέχρι να φτάσει στο τελικό σταθμό του.

Όπως άνοιξε το βιβλίο του, ξεπρόβαλλε ένας μικρός, κατάξανθος με γαλανά ματάκια, ντυμένος με προσκοπική στολή. Τα μάτια του σπιθηροβολούσαν και το χαμόγελό του φώτιζε το χώρο.

§  Τι κάνεις Μάρκο; τον ρώτησε

§  Καλά είμαι, αλλά ποιος είσαι εσύ;

§  Βρε Μάρκο τι σκέφτεσαι και με ξέχασες; Από χθες έχουμε να τα πούμε.

§  Με συγχωρείς, αλλά έτρεχα όλη ημέρα και νομίζω πως έχω αρχίσει να ξεχνώ πια. Από ντροπή μην παρεξηγηθεί, δε ρώτησε ξανά για την ταυτότητα του νεαρού.

§  Θα συνεχίσουμε τη ζωγραφιά που ξεκινήσαμε χθες; τον ρώτησε με αγωνία ο μικρός.

§  Ποια ζωγραφιά; ρώτησε ο Μάρκος

§  Εκείνη με το αερόστατο, που θα με βοηθήσει να γυρίσω τον κόσμο.

§  Δεν ξέρω να ζωγραφίζω.

§  Τι λες καλέ, αφού το σχέδιό σου είναι υπέροχο και μόνο τα χρώματα απομένουν. Είναι ακριβώς όπως το είχα φανταστεί είπε και άνοιξε ένα μεγάλο λευκό χαρτί, όπου απεικονιζόταν ένα ασπρόμαυρο σχέδιο ενός μεγάλου αερόστατου.

§  Εγώ το έκανα αυτό; ρώτησε

§  Εσύ φυσικά και σήμερα θα το ζωγραφίζαμε, ώστε να είναι έτοιμο να πετάξουμε την ημέρα των γενεθλίων μου. Πρέπει να βιαστούμε.



Ο Μάρκος κοίταζε το μικρό με απορία και γύρισε το βλέμμα του στο χώρο, συνειδητοποιώντας ότι βρισκόταν σε ένα εργαστήριο ζωγραφικής γεμάτο χρώματα και πλείστες άλλες ζωγραφιές κρεμασμένες στους τοίχους του ή να ξαποσταίνουν πάνω σε καμβάδες.

§  Μάρκο δεν ακούς; Πρέπει να αρχίσουμε. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Πρέπει να είμαστε πιστοί στο πρόγραμμά μας.

§  Ναι ό,τι πεις, απάντησε κάπως μουδιασμένος. Φέρε τα χρώματα. 

Ο μικρός έφερε τα χρώματα και ο Μάρκος ξεκίνησε να ζωγραφίζει με άγχος να είναι συνεπής στην υπόσχεση που είχε δώσει στο μικρό του φίλο.

§  Το ένα μέρος του αερόστατου είπαμε πως θα το κάνουμε γαλάζιο να ταιριάζει με τον ουρανό, ώστε να μην εμποδίζει τα πουλιά στο πέταγμά τους και να τους βοηθά να μας δείχνουν το δρόμο για τις στάσεις μας.

§  Έτσι είπαμε, ρώτησε ο Μάρκος

§  Ναι, και συμφώνησες με ενθουσιασμό.

§  Ωραία, ξεκινώ

§  Μέχρι την πρώτη γραμμή θα είναι το γαλάζιο.

§  Ό,τι πεις



§  Η άλλη θα είναι κόκκινη, γιατί είναι το χρώμα της χαράς και θα μας καλοδέχονται οι κάτοικοι των προορισμών μας. Σαν τότε που είχαμε πάει εκείνη τη βόλτα με το κόκκινο ποδήλατο να συναντήσουμε τον αετό στο βουνό και μας υποδέχθηκε με χαμόγελο. Θυμάσαι;

§  Φυσικά, είπε προσπαθώντας να καταλάβει τι λέει ο μικρός.

§  Μας είχε πει να φροντίσουμε να είμαστε πάντα φίλοι και να βοηθάμε ο ένας τον άλλο, ώστε να μη μείνουμε ποτέ μόνοι μας, σαν αυτόν, και να παλεύουμε μαζί στα δύσκολα. Όχι σαν εκείνον, που όταν γεράζει απομακρύνεται από τον κόσμο, σκίζει τις σάρκες του μόνος και ανασυντάσσεται από τις στάχτες του, επιστρέφοντας ακμαίος και δυνατός για το νέο κύκλο πτήσης.

§  Μα πως μπορεί να γίνει αυτό; Δεν θα χωρίσουμε κάποια στιγμή; Δε γίνεται να είμαστε συνέχεια μαζί.

§  Φυσικά και θα γίνει αυτό, αλλά θα γνωρίζουμε πως ό,τι κι αν γίνει θα είμαστε δίπλα. Ή μπορούμε να σκαρφιστούμε μια λέξη κωδικό, που όταν τη λέμε να σημαίνει ότι χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Τι λες;

§  Τι όμορφη ιδέα, είπε ενθουσιασμένος ο Μάρκος, όντας πιο χαλαρός πια και αισθάνοντας ένα ισχυρό φτερούγισμα στην καρδιά του. Ποια λες να είναι αυτή;

§  Τι λες για το «Ονειροζωή»;

§  Συμφωνώ! Πολύ ωραία λέξη. Ηχεί όμορφα στα αυτιά και την καρδιά μου.

§  Ωραία! είπε χαμογελώντας ο μικρός. Ας συνεχίσουμε τη ζωγραφική μας τώρα. Θυμάσαι τι είχαμε πει για το τελευταίο μέρος του αερόστατου;

§  Βοήθα με λίγο, είπε ο Μάρκος, προσπαθώντας να κρύψει για άλλη μια φορά την άγνοιά του.

§  Θα είναι κίτρινο, ώστε να το φωτίζει ο ήλιος για να έχουμε πάντα φως στο ταξίδι μας και να μας ζεσταίνει τις κρύες ημέρες, ως πηγή για όλους μας.

§  Δεν θα είναι λίγο κακόγουστο το αερόστατο μας; αποκρίθηκε ο Μάρκος χαλαρωμένος και αρθρώνοντας για πρώτη φορά γνώμη.

§  Ποιος το λέει αυτό;

§  Εγώ.


§  Το καλό- ή το κακόγουστο είναι υποκειμενικό Μάρκο. Για εμάς που το σχεδιάσαμε και το ζωγραφίσαμε είναι όμορφο και έτσι το θέλω. Ικανοποιεί τις προσωπικές μου ανάγκες και πρέπει να ακολουθεί τα σημάδια του σκοπού για τον οποίο το φτιάξαμε. Εμένα μου αρέσει έτσι και θα με βοηθήσει να γνωρίσω τον κόσμο, έχοντας πάντα την εύνοια του χώρου που θα ίπταμαι.

§  Δίκιο έχεις. Τι ωραία που τα λες! Είναι έτσι όπως το θέλουμε, είπε ο Μάρκος και συνέχιζε να ζωγραφίζει με χαρά και πάθος.
 
Η ορμή του ήταν μεγάλη και τον είχε συνεπάρει. Ζωγράφιζε με όρεξη και ένα χαμόγελο ευτυχίας ήταν μόνιμα σχηματισμένο στο πρόσωπό του. Φαντάζονταν το αερόστατο να πετάει στον αέρα και να λικνίζεται ανάμεσα στα σύννεφα, απολαμβάνοντας τη θέα. Ξαφνικά, με μια απότομη κίνηση, έχυσε τη μπογιά, ένας δυνατός ήχος ακούστηκε και λερώθηκε όλο το πάτωμα.

§  Σηκώνεστε παρακαλώ να σφουγγαρίσω; άκουσε μια φωνή να του λέει

Γύρισε να δει και ήταν η καθαρίστρια του τρένου που ήθελε να καθαρίσει το βαγόνι.

§  Με συγχωρείτε πολύ, απάντησε ο Μάρκος. Θα σας βοηθήσω κι εγώ να καθαρίσετε τη μπογιά.

§  Ποια μπογιά;

§  Αυτή στο πάτωμα.

§  Τι λέτε κύριε; Δεν έχει μπογιά στο πάτωμα του βαγονιού. Μόνο σκουπίδια και λάσπες.

Εκείνη τη στιγμή ο Μάρκος κατάλαβε ότι μόλις είχε ξυπνήσει. Ήταν στο βαγόνι του τρένου. Είχε φτάσει στο τερματικό σταθμό, είχε χάσει το δικό του και όλα όσα είχε δει μάλλον ήταν ένα όμορφο και παράξενο όνειρο.

Μάζεψε τα πράματά του και πήγε να επιβιβαστεί στο επόμενο τρένο για να πάει στον προορισμό του. Στο μυαλό του ήταν συνέχεια οι εικόνες από το όνειρο που είχε δει. Ποιος ήταν άραγε αυτός ο μικρός; Του έμοιαζε πολύ όταν ήταν παιδί. Μήπως ήταν ο εαυτός του, που ως νεαρό προσκοπάκι μάθαινε πειθαρχία και επιβίωση υπό όποιες συνθήκες αντιμετώπιζε; Γιατί τέτοια εμμονή του μικρού με εκείνα τα διδάγματα; Τι σήμαινε το «Ονειροζωή»; Μήπως ήταν η στιγμή να κυνηγήσει το όνειρό του για τη ζωγραφική; Κι με όλες αυτές τις σκέψεις γύρισε σπίτι του, νιώθοντας μια αδικαιολόγητη αισιοδοξία και την καρδιά του να φλέγεται.

Εκείνη η ημέρα, εκείνο το παράξενο όνειρο, ήταν η αιτία που έδωσε ώθηση στο όνειρό του να γίνει ζωγράφος, γνωρίζοντας μεγάλη αναγνώριση διεθνώς. Ο μικρός Μάρκος – με την προσκοπική στολή – του είχε θυμίσει να γίνει φίλος με τον εαυτό του και τις κρυφές επιθυμίες του. Να του αφιερώνει χρόνο, να συζητά μαζί του και να διαλέγονται παρέα για τα θέματα που τους προβλημάτιζαν ή ποθούσαν. Να κυνηγήσει το όνειρό του για τη ζωγραφική και τα ταξίδια με πίστη, συνέπεια και μαχητικότητα στο στόχο του, όπως ο μικρός πρόσκοπος, που άλλοτε ήταν, με αρωγό την καρδιά του και το έντονο φτερούγισμά της, όποτε έκανε κάτι που αγαπούσε.

 

Η πρώτη έκθεση ζωγραφικής του είχε τίτλο «Ονειροζωή» και ήταν αφιερωμένη στο μικρό Μάρκο – χωρίς να δώσει περισσότερες εξηγήσεις για την ταυτότητά του – ώστε να τον αισθάνεται κοντά του και να μοιραστεί αυτή του τη χαρά μαζί με εκείνον που τον ενέπνευσε για αυτό.

 (Ε.Γραμμένου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου