[Βρισκόμαστε στο προαύλιο ενός νεκροταφείου
όπου περπατούν δακρυσμένοι και σκεπτικοί οι 3 χαρακτήρες. Και οι τρεις έχουν
κάτι κοινό. Μόλις έχασαν τη μητέρα τους και επιστρέφουν από την κηδεία της. Η
σκηνή αποτελείται από ένα ξύλινο παγκάκι, 1 δέντρο και πολλά πολύχρωμα
λουλούδια, αλλά είναι ακόμα σκοτεινή. Ο προβολέας φωτίζει τους τρεις χαρακτήρες
με τη σειρά. Μόλις πέφτει το φως στον κάθε χαρακτήρα, λέει:
• Φοβάμαι. Τώρα τι θα κάνω χωρίς αυτήν;
• Κρίμα. Δεν πρόλαβε να με δει όπως θα
‘θελα
• Μου λείπεις. Δε σε χόρτασα.
Μόλις τελειώνουν, ξεκινά
για ένα δίλεπτο, δυνατό remix
των La
Mama/Charles Aznavour και Mama/Il Divo, όπου παράλληλα γίνεται ένα παιχνίδι
εναλλάξ φωτισμών των 3 χαρακτήρων με εναλλαγή των θέσεων τους, πάνω στη σκηνή.
Μετά το τέλος του εφέ φωτισμών, σκοτεινιάζει η σκηνή και ο προβολέας σταματά
στο παιδί, που κάθεται οκλαδόν μπροστά από το δέντρο, κρατώντας το αγαπημένο
του παιχνίδι, δώρο από εκείνη.]
Παιδί:
[Δείχνει το παιχνίδι στο κοινό και ξεκινά:]
Μου
το χάρισε δύο ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο. Χάρηκα πάρα πολύ, αλλά σε λίγο
θα μάθαινα τα άσχημα νέα. Η μαμά πάντα μου έλεγε την αλήθεια με το δικό της
τρόπο, ωραιοποιημένη. Μου είπε πως θα έπρεπε να μπει στο νοσοκομείο για μερικές
εξετάσεις που έπρεπε να κάνει και δεν θα αργούσε να γυρίσει. Εγώ θα έμενα με τη
γιαγιά, γιατί ο μπαμπάς έπρεπε να είναι δίπλα της.
• Θέλω
κι εγώ να είμαι δίπλα σου, της είπα.
• Δεν
γίνεται μωρό μου, μου αποκρίθηκε. Τα παιδιά δεν είναι καλό να βρίσκονται σε
τέτοιους χώρους. Είναι μουντά, χωρίς χρώματα και παιχνίδια, θα βαρεθείς.
• Μα
θέλω να είμαι κοντά σου, ξαναείπα, να σου κρατώ το χέρι & να σε φιλώ στο
μέτωπο, όπως κάνεις εσύ όταν είμαι άρρωστη.
Τελικά
πήγα μια φορά μαζί με τη γιαγιά και λίγο πριν φύγει με το μπαμπά.
Νιώθω
τόσο μόνη… [ο προβολέας φωτίζει τα μάτια
του, που είναι βουρκωμένα. Ο χαρακτήρας σηκώνεται από το δέντρο και αρχίζει να
περπατά. Ο προβολέας τον ακολουθεί.]
Η
μαμά με αγαπούσε πολύ. Ήταν πάντα δίπλα μου. Είχα την πιο όμορφη μαμά του
σχολείου και όλοι μου οι συμμαθητές τη συζητούσαν, όταν έρχονταν στις γιορτές.
Όποτε
ήμουν στεναχωρημένη, ερχόταν κοντά μου και μιλούσαμε για αυτό. Με έσφιγγε στην
αγκαλιά της και μου χάιδευε τα μαλλιά. Ήθελα πάντα να είμαι όμορφη και μου
αγόραζε τα καλύτερα ρούχα. Στις παραστάσεις του μπαλέτου με έβαφε εκείνη και
όλοι έλεγαν πόσο όμορφη ήμουν. Ποιος θα με βάφει τώρα; Με ποιον θα πηγαίνω στα
καλλυντικά να ψωνίζουμε;
Αχ
μανούλα! Ποιος θα με διαβάζει τώρα; Ο μπαμπάς δεν έχει την υπομονή σου. Θυμάμαι
τότε που έγραφα διαγώνισμα στην ιστορία. Δε μου άρεσε το μάθημα και δε μπορούσα
να το μάθω. Εσύ με καρτερούσες υπομονετικά – αν και κουρασμένη από τη δουλειά –
μέχρι να το μάθω τέλεια, φέρνοντας μου κουλούρια και kinder. Ήθελες να είμαι καλή μαθήτρια και να
κάνω κάτι αξιόλογο στη ζωή μου. «Να είσαι ανεξάρτητη και αυτόνομη» μου έλεγες
συνέχεια.
Σου
υπόσχομαι πως θα γίνω μανούλα. Α! μαμά μην ανησυχείς για το μπαμπά. Θα τον
φροντίζω εγώ τώρα, όπως εσύ. Θα κοιμάμαι μερικές φορές μαζί του για να μην
αισθάνεται μόνος κι εκείνος – όπως εγώ – χωρίς εσένα. Μανούλα σ’ αγαπώ…
[Ο φωτισμός γίνεται λίγο πιο μουντός και
φωτίζει την ενήλικα, καθήμενη στο παγκάκι. Εκείνη σκουπίζει τη μύτη της από την
καταρροή, λέγοντας:]
Ενήλικας:
Συγνώμη
μητέρα. Δεν πρόλαβα να σου χαρίσω το εγγονάκι που τόσο ποθούσες. Δεν έτυχε. Λες
να φταίω εγώ, όπως έλεγες. Λες να είμαι τόσο απαιτητική; Δεν μπόρεσα να
συμβιβαστώ, όπως έλεγες.
Πάντα
να με συνετίζεις όταν έφθανα στα άκρα, χωρίς όμως ποτέ να μου κόβεις τα φτερά.
Μου
έλεγες τη γνώμη σου, γιατί δε μπορούσες να μην την πεις, ωθώντας με πάντα και
δίνοντάς μου κουράγιο να συνεχίσω τον αγώνα μου. Έμπλεξα στις μάχες όμως ρε
μάνα και έχασα την ουσία. Τόσο κυνήγι για την καριέρα και την τελειότητα για το
τίποτα. Τώρα στέκομαι μόνη, χωρίς κι εσένα που πάντα ήσουν εκεί, όποτε κι αν σε
χρειαζόμουν.
Δεν
πρόλαβα να μάθω τη συνταγή και για εκείνη την υπέροχη τυρόπιττα που λάτρευα,
αφού πάντα το ανέβαλλα, θεωρώντας ότι εσύ θα είσαι πάντα εκεί. Πόσο εγωιστικό
και κακομαθημένο από μέρους μου.
Θυμάμαι
τότε, εκείνη τη μοναδική Κυριακή, που αποφάσισα να σου κάνω το τραπέζι με
πρώτο, δεύτερο πιάτο και επιδόρπιο. Το χαμόγελό σου έφτανε ως τα αυτιά και
φούσκωνες σαν παγώνι, από την περηφάνια σου για την άξια και νοικοκυρά κόρη
σου.
Πάντα
προωθούσες τα κατορθώματα μου, αφού δεν τα έλεγα και παρέμενες κοντά μου για να
κάνω ακόμα περισσότερα πράγματα.
Ήθελες
να είμαι ευτυχισμένη, ό,τι κι αν έκανα, αλλά τελικά δεν ξέρω – ούτε εγώ – τι με
κάνει ευτυχισμένη, πέρα από εσένα πλάι μου.
Δεν
ήσουν ποτέ υστερική, εκτός από την καθαριότητα και τις μετακομίσεις των
επίπλων, που έκανες κάθε εβδομάδα. Με άφηνες να κάνω ό,τι ήθελα διατηρώντας την
υψηλή εποπτεία του κρυφού παρατηρητή. Ήθελες να είμαι μέσα σε όλα και
ενεργητική, σαν κι εσένα.
Θυμάμαι
τις ζήλιες που σου έκανα σαν κοριτσάκι, όταν ντυνόσουν και βαφόσουν για να
βγεις και γελώ. Μεγαλώσαμε μαζί ουσιαστικά, αφού κι εσύ ήσουν πολύ νέα για ένα
παιδί και αναρωτιέμαι που έβρισκες την υπομονή και τη σοφία να αντιμετωπίζεις
τις σκανταλιές και υστερίες μου, δείχνοντας ατάραχη, αλλά βράζοντας μέσα σου,
όπως τελικά αποδείχθηκε, μην αποφεύγοντας το κάψιμο… Μάλλον η σοφία και ηρεμία
αυτή αποκτάται μετά τη γέννα, κάτι που εγώ δεν θα καταφέρω να νιώσω…
Τώρα
ανασύρω τις μνήμες με τους τσακωμούς μας για τη σιωπή μου, που τόσο σε
εκνεύριζε και αντιλαμβάνομαι από πού επηρεάστηκα. Πάντα να προσπαθώ να διατηρώ
ένα ευχάριστο και ανεκτό κλίμα, όπου κι αν βρισκόμουν, κάνοντας το διαιτητή ή
τον γελωτοποιό, ανεξάρτητα του τι πραγματικά αισθάνομαι. Όπως εσύ.
Μετανιώνω
για όσα δε σου είπα. Ότι σε αγαπούσα πολύ και σε χρειαζόμουν δίπλα μου, άσχετα
αν το έπαιζα ανεξάρτητη και δυναμική. Η ηλίθια σιγουριά μου ότι ήσουν κι εσύ
δυνατή και πάντα θα ήσουν εκεί για μένα.
Ευτυχώς
όμως κουβαλώ όλες εκείνες τις όμορφες στιγμές γύρω από τα γιορτινά τραπέζια,
κατά την περίοδο των οικογενειακών εορτών και τα πάσης φύσεως δώρα σου, που θα
με συντροφεύουν τώρα που θα είμαι μόνη σε ένα έρημο σπίτι. Αφού δεν κατάφερα να
κάνω δική μου οικογένεια θα ανασύρω τις όμορφες στιγμές της δικής μας και έχω
πολλές να θυμάμαι, ιδιαζόντως ζωντανές και γεμάτες. Θα είναι το όμορφο φορτίο μου,
που θα κουβαλώ πάντα μαζί μου.
[Η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι ξανά. Ένας
κόκκινος προβολέας ανάβει και δείχνει τον τρίτο χαρακτήρα, να χαζεύει τα
λουλούδια και να καπνίζει, λέγοντας:]
Ενήλικας 2:
Λουλούδι
μου εσύ! Έτσι με αποκαλούσες πάντα, όταν ήθελες να με επιβραβεύσεις. Και τι
λουλούδι! Σωστή τσουκνίδα που θα σε περιποιούταν καταλλήλως με τα μαντάτα, αλλά
εσύ εκεί… βράχος αγέρωχος.
«Είσαι
παιδί μου και σε αγαπώ», μου είπες. «Είμαι ευτυχισμένη με ό,τι είσαι εσύ
ευτυχισμένος». Τόσο κοινότυπο, αλλά ήταν ό,τι χρειαζόμουν τη στιγμή που στο
ανακοίνωσα.
Πάντα
ήσουν ο «άντρας» του σπιτιού. Δέσποζες στο σπίτι. Ο πατέρας για χάρη της
οικογένειας του, έκανε πάντα αυτό που ήθελες εσύ, αν και δεν συμφωνούσε. Εδώ
που τα λέμε ήταν και λίγο αδύναμος χαρακτήρας και εσύ πάντα είχες τον τρόπο σου
να τον ντουμπάρεις. Είχες διδακτορικό ζωής στις δημόσιες σχέσεις και τη
διαπραγμάτευση. Λες γι’ αυτό κι εγώ να ασχολήθηκα με την πολιτική;
Άμα
μπορούσες να μας δεις σήμερα, σίγουρα θα αισθανόσουν περήφανη για μένα. Η μισή
κυβέρνηση σε τίμησε με την παρουσία της. Ο γιόκας σου τα κατάφερε!
Χαίρομαι
που γνώρισες το Γιώργο και σιγουρεύτηκες για την καλή προσωπική μου ζωή – για
την οποία πάντα ανησυχούσες – ώστε να είμαι πλήρης.
Η
μανία σου να χώνεις τη μύτη σου παντού και να με πνίγεις με τις ερωτήσεις σου,
τύπου ανακριτή α’ βαθμού, νομίζω δε θα μου λείψουν. Επιτέλους θα κάνω ό,τι θέλω
χωρίς να δίνω αναφορά.
Ήσουν
τσαούσα και γιατί να το κρύψομεν άλλωστε, αλλά μάλλον έτσι έπρεπε να
μεταμορφωθείς για να τα καταφέρεις στην πόλη που βρέθηκες ξαφνικά, μακριά από
το χωριό σου, μεταξύ αγνώστων.
Η
αγάπη σου για μένα, αν και όμορφη, μερικές φορές ήταν ασφυκτική. Την
χρησιμοποιούσα όμως κι εγώ όπως με βόλευε, άλλοτε ως κομιστή δώρων που ήθελα –
πατώντας στην ενοχή που είχες για την πολύωρη απουσία σου από το σπίτι – λόγω
δουλειάς – κι άλλοτε ως δικηγόρος μου, παρά αρείω πάγω, απέναντι στον πατέρα
για να δικαιολογήσεις τις εξεζητημένες επιλογές μου καλοζωίας και ευδαιμονίας.
Ίσως
σε εμένα έβλεπες τον εαυτό σου, λάτρης της πολυτέλειας και της ελκυστικής
εικόνας, με μια δόση αριστοκρατικού αέρα.
Θυμάμαι
την αντίδρασή σου μόλις συνάντησες τον Υπουργό Εξωτερικών στο σπίτι μου, χωρίς
να το γνωρίζεις και γελώ. Έλαμπες από περηφάνια για το γιο σου και τις υψηλές
γνωριμίες του. Ή όταν πήγαμε στην όπερα της Βιέννης, κυκλοφορούσες σαν να ήταν
ο φυσικός σου χώρος.
Αχ
βρε μητέρα. Θα μου λείψεις. Η αγάπη σου, μου ζέσταινε την καρδιά και ήσουν
πάντα ο καλύτερος υπό- και προβολέας μου. Μπορεί να σε στεναχώρησα με τη
σεξουαλική επιλογή μου, αλλά εσύ παρέμενες κοντά μου, αποδεχόμενη τη
διαφορετικότητά μου με σοφία Θιβετιανού μοναχού & χιούμορ Βρετανού λόρδου,
άνευ όμως λόρδας για κουτσομπολιό και ανούσιες εκ βαθέων συζητήσεις. «Ρουφάω τη
ζωή», όπως πάντα μου έλεγες.
[Ανάβουν οι προσωπικοί προβολείς των ηρώων,
μπαίνει δυνατά το remix έναρξης για μισό λεπτό και ακούγονται ηχογραφημένα τα
ακόλουθα ποιήματα:
Ανδρική φωνή άντρα: «Α, μητέρα…
Φοβόσουν και χαιρόσουν, την άπληστη ματιά μας που κάθε μέρα ανακαλύπτει και
ξανακερδίζει, ζώντας την ιστορία του κόσμου από την αρχή» (Γη και Θάλασσα,
Τίτος Πατρίκιος)» και
Γυναικεία φωνή: «Κι ένα τέταρτο μητέρας
αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσεύει» (Εκ του πλησίον, Οδ. Ελύτης)
Ανάβουν όλοι οι προβολείς της σκηνής
και οι ηθοποιοί εμφανίζονται στη σκηνή για το χειροκρότημα]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου