Η άλλη πατρίδα

Η Κωνσταντίνα ήταν ένα κορίτσι που μεγάλωσε σε μια πολύ δεμένη οικογένεια με πολύ αγάπη. Ήταν πάντα η προστατευμένη & όλα έμοιαζαν μαγικά. Δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για το «άγριο» πρόσωπο του πραγματικού κόσμου. Όσο μεγάλωνε, κοινωνικοποιούνταν και απελευθερώνονταν από την «εστία» της, έβλεπε το σάπιο της κοινωνίας που ζούσε. Όλα, για να γίνουν, ήθελαν άλλες μεθόδους πέραν των γνωστών.


Ουδείς δεν κατείχε κάτι με βάση την αξία του, αλλά τις επαφές του και τις δημόσιες σχέσεις του. Η ίδια έδιδε μεγάλη βάση στην αξία και αξιοπρέπειά της. Από νωρίς επένδυε στη γνώση, όπου είχε ιδιαίτερη έφεση και σκιαγραφούσε τα επόμενα βήματά της.

Μόλις τελείωσε το σχολείο, έφυγε από την «εστία» της για να σπουδάσει στο εξωτερικό. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να της συμβεί εκείνη τη στιγμή για να διευρύνει τους ορίζοντές της και να ανοίξει τα φτερά της. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της ασχολήθηκε κι με άλλες δραστηριότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Μία εξ αυτών ήταν η αιτία να γίνει ενεργό μέλος της κοινωνίας και να ανελιχθεί μέχρι τα υψηλότερα αξιώματα σε παγκόσμιο επίπεδο, μόνο μέσω της δουλειάς της και της αφοσίωσης της στον τελικό σκοπό. Η διάκριση αυτή την έκανε να αισθανθεί μεγάλη ικανοποίηση για τον εαυτό της και να πιστέψει περισσότερο στο ότι μόνο η αξία σου φτάνει για να πετύχεις. Επιπλέον, η συναναστροφή της με πάρα πολλούς λαούς, σε συνάρτηση με τις περιπλανήσεις της ανά τον κόσμο την έκαναν να θεωρεί εαυτόν «πολίτη του κόσμου».

Η σκέψη να γυρίσει πίσω ήταν κάτι που την απωθούσε και την περιόριζε. Η «εστία» της δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα και τις επιδιώξεις της. Ήθελε ορίζοντα και ευκαιρίες, όπου εκεί δεν προσφέρονταν. Οι γονείς από την άλλη, πίεζαν πολύ για να επιστρέψει και η Κωνσταντίνα τους είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Αν και ήξερε ότι η επιστροφή της θα της στερούσε πολλά από τα όνειρά της, η αγάπη για τους δικούς της την έσυραν πίσω στη βάση της.

Η αναζήτηση δουλειάς, ως αρχικό βήμα προσαρμογής στην νέα πραγματικότητα εξελίσσονταν αργά και χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα, μετά τις διεθνείς διακρίσεις που είχε γευθεί και τα τέσσερα πτυχία που κατείχε. Για όλους ήταν ιδιαιτέρως κατηρτισμένη και δεν είχαν κάτι ανάλογό της να προσφέρουν.

Ο χρόνο κυλούσε αργά, η Κωνσταντίνα καταδικάζονταν σε απραξία και δουλειά δεν βρίσκονταν. Αφού πέρασε αρκετός καιρός, οι αντιστάσεις άρχισαν να λειαίνονται, οι απαιτήσεις να μειώνονται, το μυαλό να ωριμάζει. Η ανάγκη της για δημιουργία και μη εξάρτησης από τους δικούς της, την ώθησαν να αποδεχθεί μια πρόταση, κατώτερη των προσόντων της, που έγινε μέσω γνωστού – πράγμα ανεπίτρεπτο για την αξιοπρέπειά της.

Η Κωνσταντίνα, πάντα τελειομανής με ό,τι καταπιάνονταν, έδινε πάντα τον καλύτερο εαυτό της, αλλά οι προσπάθειές της δεν αναγνωρίζονταν. Αντίθετα, έβλεπε ανθρώπους λιγότερο άξιους και ικανούς να εξελίσσονται στην ιεραρχία της δουλειάς της. Η οργή της ήταν μεγάλη, αλλά μη μπορώντας να την εκφράσει, σεβόμενη τον άνθρωπο που τη σύστησε εκεί, την κατήφθηνε εναντίον της και έπεσε σε μελαγχολία. Δεν είχε όρεξη για τίποτα και απλά επιβίωνε, κουβαλώντας πάντα το ανεκπλήρωτο των ονείρων της.

Αφού πέρασε μια μακρά περίοδος μελαγχολίας, αποφάσισε να πάρει τη ζωή της στα χέρια της και ήταν η μόνη που μπορούσε να λύσει το πρόβλημά της. Αποφάσισε να κυνηγήσει αυτό που ήθελε, μη σκεπτόμενη κανέναν συναισθηματικό ή άλλο περιορισμό είχε.

Μετά από αρκετό καιρό οργανωμένου σχεδίου διαφυγής και πολυάριθμων συνεντεύξεων, έγινε δεκτή ως μεσαίο στέλεχος σε μεγάλη εταιρεία της Ζυρίχης. Παράλληλα, έκανε αίτηση για διδακτορικό στο τοπικό πανεπιστήμιο, εκμεταλλευόμενη μια παλιά γνωριμία από τα χρόνια της διεθνούς έκθεσής της, όπου εγκρίθηκε.

Τα επόμενα πέντε χρόνια ήταν αρκετά απαιτητικά και επώδυνα εργασιακά, αλλά κατάφερε να τελειώσει το διδακτορικό της, να προσφέρει πολλές επιστημονικές δημοσιεύσεις, να ανελιχθεί σε υψηλό στέλεχος στην εταιρεία της και να λαμβάνει συνεχώς προσκλήσεις για διαλέξεις ανά τον κόσμο.

Επιπλέον, επέλεξε να παντρευτεί εκεί και να στήσει όλη τη ζωή της. Η επιστροφή της ήταν αδύνατο ενδεχόμενο και η οικογένειά της πηγαινοέρχονταν για τη βλέπει, ενώ χαιρόντουσαν για τα επιτεύγματα της, παρόλο που τους έλειπε. Ήταν περήφανοι για εκείνη και ένιωθαν την παρουσία της με κάθε τρόπο, μια που τους στήριζε πάντα σε ό,τι χρειάζονταν.

Μετά από αρκετά χρόνια, στο πλαίσιο μιας συνέντευξης που είχε εν όψει μιας βράβευσης για την προσφορά της στο πανεπιστήμιο, ένας εκ των παρισταμένων τη ρώτησε ποια θεωρεί πατρίδα της, μετά από τόσα χρόνια απουσίας της από την «εστία» της. Η ίδια χαμογέλασε γλυκά και αποκρίθηκε: «Πατρίδα αγόρι μου είναι εκεί που σε αγκαλιάζουν, σε σέβονται και σε ωθούν να αναζητάς την προσωπική σου ανάπτυξη μέσω της επίτευξης του ακατόρθωτου. Εκεί που δε σου κόβουν τα όνειρα, που σε εμπνέουν να τα κυνηγήσεις, εφοδιάζοντάς σε με τα κατάλληλα όργανα πλεύσης. Εκεί που σε προτρέπουν να είσαι συνειδητοποιημένος και σωστός πολίτης, κάνοντάς σε – με τον τρόπο τους – να ντρέπεσαι αν δεν. Είναι εκεί που έχεις δημιουργήσει, που είναι οι πρώτοι σου πίνακες/βιβλία, τα πρώτα σου δάκρυα χαράς. Είμαι ευγνώμων για τους γονείς μου και την αγάπη/εφόδια που μου πρόσφεραν, γιατί με έκαναν αυτό που είμαι, αλλά πατρίδα μου είναι εδώ που πάλλεται η καρδιά μου, που ανατριχιάζει το κορμί μου και προσφέρονται ερεθίσματα για συνεχή επαγρύπνηση του μυαλού μου. Σε μια τέτοια πατρίδα δε φοβάμαι να ζω, να αρρωστήσω ή να πεθάνω, γιατί ξέρω πως θα με περιποιηθεί με τον ίδιο σεβασμό που την υπηρέτησα κι εγώ. Πατριώτης δε γεννιέσαι, γαλουχήσε».

(Ε. Γραμμένου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου