1
Aπ’ όλες τις γυναίκες που ήταν στο νησί
εκείνη που απουσίαζε ήταν και η πιο ωραία.
2
Κι αν σου κρατούσα το κεφάλι μέσα στο νερό
και να προσπαθούσα να σε σβήσω
σε ξένο κρεβάτι και νέες συνήθειες
ήταν γιατί σε αγάπησα πολύ
κι ετρόμαξα πολύ
να μη μου φύγεις.
3
Κι ο πίθηκος σκυφτός πίσω από το πόμολο της πόρτας
σε μια βδομάδα κάτου απ την λάμπα
στο δρόμο του νοσοκομείου
σιωπή, σανίδες και ασετιλίνες εργατών
στα πληγωμένα πεζοδρόμια
σ’ αυ6τον το δρόμο με τη λάμπα
ένα ξένο δαιμονικό βλέμμα
στα μάτια σου
κράτησα σφιχτά τη σάρκα της Ελένης
με το ξένο βλέμμα
να με πανικοβάλλει.
4
Άδεια όσο κι η στέπα
απαλλαγμένη από καμπάνες και βλάστηση.
(4 ποιήματα για την Ελένη - Τάσος Δενέγρης)
Μέρα Μαγιού
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα είν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
(Μέρα Μαγιού, Γιάννης Ρίτσος)
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα είν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
(Μέρα Μαγιού, Γιάννης Ρίτσος)
A bord de l' Aspasia
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθiμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μιά σαίζ-λόγκ πεσμένη, κάτωχρη
απ' την γνωστή και θλιβερότατην αιτία.
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.
Σ' ό,τι σου λεγαν πικρογέλαγες, γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες.
Κάποια βραδιά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,
είπες σε κάποιον γελαστή, σε τόνο αστείου:
" Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"
'Υστερα σ'είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κ' εγώ, που την υγρή έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω.
(A bord de l' Aspasia - N. Καββαδίας)
για την κατάλευκη μα πένθiμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μιά σαίζ-λόγκ πεσμένη, κάτωχρη
απ' την γνωστή και θλιβερότατην αιτία.
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.
Σ' ό,τι σου λεγαν πικρογέλαγες, γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες.
Κάποια βραδιά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,
είπες σε κάποιον γελαστή, σε τόνο αστείου:
" Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"
'Υστερα σ'είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κ' εγώ, που την υγρή έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω.
(A bord de l' Aspasia - N. Καββαδίας)
Ερωτικό κάλεσμα
Έλα κοντά μου , δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι , δεν είμαι η φωτιά.
Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.
Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατηλάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις, έλα να τ' ακούσουμε μαζί.
(Ερωτικό κάλεσμα - Μενέλαος Λουντέμης)
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι , δεν είμαι η φωτιά.
Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.
Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατηλάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις, έλα να τ' ακούσουμε μαζί.
(Ερωτικό κάλεσμα - Μενέλαος Λουντέμης)
Ο έρωτας.
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι.
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι.
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησιά των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
(Του Αιγαίου - Οδυσσέας Ελύτης)
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι.
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι.
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησιά των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
(Του Αιγαίου - Οδυσσέας Ελύτης)
Κόντά σου
Κοντά σου δεν ηχούν άγριοι οι άνεμοι.
Κοντά σου είν' η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά,
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάϊ μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σα πνοή.
Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)
Κοντά σου είν' η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά,
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάϊ μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σα πνοή.
Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)
Σκέψεις – Προβληματισμοί
«...δεν πιστεύω πως όποιος ερωτεύτηκε αληθινά μπορεί κατόπιν να γίνει ειλικρινά φίλος με όποιον ερωτεύθηκε...είτε πρόκειται για χαρακτήρα-νεροκολοκύθα, δεν τον συγκλονίζει τίποτα, δεν τον γονατίζει τίποτα, δεν μπορεί να πονά, άρα δεν μπορεί να αγαπήσει. Αγαπάει μόνο τις ανάγκες του και όποιον και για όσο του τις καλύπτει. Εναλλάσσει επιφανειακές συντροφιές που αποκαλεί σχέσεις. Περιφέρεται στην όψη του, δεν κατεβαίνει στην ψυχή του ούτε στου άλλου την ψυχή. Χωρίζει «φιλικά», όπως διατυμπανίζει με καμάρι...»
«...Γι’ αυτό και τόσο συχνά οι χωρισμένοι εραστές τείνουν να συκοφαντούν με μικρότητα στους άλλους και στον εαυτό τους το αγαπημένο πλάσμα που έχασαν. Για να μειώσουν την οδύνη της απώλειας, μειώνουν την αξία του προσώπου. Και για να κρατηθούν έτσι μακριά, να έχουν λόγους να τον αποφεύγουν. Να γεννηθεί καλύτερα ανάμεσά του μια εχθρική παρεξήγηση που σαν τάφρος να τους προστατεύει απ’ την επιδρομή της θανάσιμης έλλειψης, της θανάσιμης νοσταλγίας. Για να αντέξουν στο χαλασμό. Κι αυτό σ’ εμένα φαίνεται πιο συγκινητικό και ανθρώπινο, κι ας δείχνει απολίτιστο, κακόβουλο, μικροπρεπές και βάρβαρο. Πολύ πιο φυσιολογικό από το να γίνουν φίλοι, να τα λένε στο τηλέφωνο όλα, να βγαίνουν έξω με τους νέους συντρόφους τους, να αισθάνονται άνετα. Φέρονται σαν τίποτα να μην έγινε, γιατί, όντως, ποτέ τίποτα δεν έγινε...»
«...Μια προσωπικότητα, όταν δεν αισθάνεται ισχυρή, ελεύθερη και αξιαγάπητη ώστε να εμπνεύσει αγάπη και αυθεντικούς δεσμούς, θα χρησιμοποιήσει στην πορεία το δόλωμα του οίκτου. Θα προσπαθήσει να είναι διαρκώς «αδύναμη», «δυστυχής», «άρρωστη», προκειμένου να κρατήσει κοντά της εκείνους που «είναι υποχρεωμένοι» να μένουν κοντά της και να τη νοιάζονται...»
«...Μόνο από τον εαυτό μας κινδυνεύουμε, μόνο εκεί στο βυθό του βρίσκεται η Κόλαση και ο Παράδεισός μας, γι’ αυτό και προς τα εκεί, προς τα μέσα, αξίζει να οδοιπορούμε. Κάθε δρόμος, και ο πιο μακρινός, και ο πιο φιλόδοξος πνευματικά, από εκεί περνάει. Από εκεί περνάει ακόμη και η απάρνηση του εαυτού όταν την αποφασίσουμε. Γι’ αυτό θυμώνουμε όταν μας εμποδίζουν το μόνο δημιουργικό ταξίδι ζωής: να βρούμε τον εαυτό μας...»
«...ο εγωιστής δεν αγαπά τον εαυτό του, αγωνίζεται ασύστολα, εκβιαστικά να τον αγαπήσουν οι άλλοι ακριβώς γι’ αυτό, γιατί εκείνος τον εαυτό του τον αντιπαθεί, τον αμφισβητεί και τον φοβάται, θέλει διαρκώς ενίσχυση και έξωθεν καλή μαρτυρία...»
«...Τα λόγια έχουν γίνει η επιστήμη της απάτης, αλλά και της αυταπάτης. όσο ωραιότερα τόσο πιο ύποπτα. Όσο επιδεξιότερη η ρητορεία, τόσο απειλεί από πίσω η ασυνέπεια. Άλλωστε η φλυαρία πρέπει να εξετάζεται και ως αμυντικός μηχανισμός. εκείνος που μιλάει πολύ προσπαθεί να πείσει πως φανερώνει τις σκέψεις του, ενώ συχνά το κάνει προκειμένου να κρύψει σκέψεις. Προβάλλοντας μπροστά του σαν κουρτίνα τα πολλά λόγια, καλύπτει εκείνο για το οποίο δε θέλει να μιλήσει, δε θέλει να δείξει ή δε θέλει να δει. Η εκμετάλλευση του άλλου έχει απειράριθμες μορφές, τα σχήματα λόγου είναι απ’ τους πιστότερους υπηρέτες εκείνων που ψεύδονται...»
«...Δεν είναι κακό να ζει κανείς μόνος, αντιθέτως, όποιος ασκηθεί να αντέχει τη μοναξιά έχει τη δύναμη να αντέχει πάρα πολλά, και όχι μονάχα να αντέχει αλλά και να απολαμβάνει πάρα πολλά που αλλιώς δε θα μπορούσε να διακρίνει. Η μοναξιά είναι το ορυχείο της δύναμης και της αυτογνωσίας. Δεν ζει κανείς καλά παρά μόνος, έφτασε να λεει ο Διονύσιος Σολωμός. Μια μοναξιά, όμως, που δεν αποτελεί καταφύγιο δειλίας. Μόνο τότε. Η επιλεγμένη μοναχικότητα, όχι η εξαναγκαστική. Ένας ελεύθερα μόνος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τον άλλο. Γιατί δεν τον φοβάται, δεν εξαρτάται από αυτόν, δεν τον χρησιμοποιεί, δεν τον απομυζά για να πάρει ζωτικούς χυμούς. Θα ήταν μάλιστα ευχής έργο να περνούσε ο καθένας μας μια θητεία στη μοναξιά, εκείνη που ωριμάζει και ελευθερώνει. Οι σχέσεις θα κέρδιζαν σε αυθεντικότητα κατά πολύ...»
«...πίσω από κάθε πόνο σου στέκει ένα λάθος σου (Αριστοτέλης)...»
«...Όμως γιατί είναι ευτύχημα και όχι σκέτο δυστύχημα το γεγονός πως μόνο τα δικά μας σφάλματα μπορούμε να διορθώσουμε; Εγώ, τουλάχιστον, το θεωρώ μια μεγαλειώδη δυσκολία. Διότι αποδεικνύει τον μέγιστο ρόλο της προσωπικής ευθύνης και, ως εκ τούτου, την τεράστια δυνατότητα της προσωπικής μας ελευθερίας. Αλλά παράλληλα αποδεικνύει τον απόλυτο σεβασμό που οφείλουμε προς τον κάθε άλλον να ακολουθήσει τη δική του βούληση...Αν μονάχα τα δικά μας λάθη μπορούμε να βοηθήσουμε, τότε σημαίνει πως η ζωή μας είναι στα χέρια μας, πως καμιά ανάγκη δεν έχουμε να σκλαβωνόμαστε στην εξάρτηση από τον άλλο...Όλα εμείς τα αποφασίζουμε, ακόμη και τη σκλαβιά μας, την αρρώστια μας. κάποιες φιλοσοφίες υποστηρίζουν πως και το θάνατό μας υποσυνείδητα εμείς τον αποφασίζουμε. Ακόμη κι αν κάποιος μας επηρεάζει έντονα, είναι γιατί εμείς επιθυμούμε να επηρεαστούμε...»
«...Γκουρτζίεφ: «τα γεγονότα δεν μπορείς να τα αλλάξεις, μπορείς όμως να αλλάξεις την αντιμετώπισή σου, τη στάση σου απέναντι στα γεγονότα». Δεν έχουν σημασία τα γεγονότα, αλλά η ερμηνεία που εμείς τους δίνουμε. «Οι άνθρωποι δεν ενοχλούνται από τα γεγονότα αλλά από την αντίληψή τους γι’ αυτά», δίδασκε τον 1ο αιώνα π.Χ. ο Επίκτητος...»
«...Δεν είναι να ντρεπόμαστε με αυτά που αισθανόμαστε, δεν έχουμε ευθύνη για τα αισθήματά μας, ευθύνη έχουμε για ό,τι τα κάνουμε μετά, αφού τα μάθουμε, για το πως τα διαχειριζόμαστε. Τι κρατάμε τι πετάμε. Είναι λεβεντιά και εξυπνάδα να μάθω και να παραδεχτώ τις επιθυμίες μου, αλλιώς δε θα εργαστώ ποτέ με την ψυχή μου...»
«...Είμαι σίγουρη πως εκείνος που αληθινά αγαπά δε μένει με το «έτσι θέλω» αν δεν αγαπιέται. Δεν αντέχει τέτοιον πόνο, τέτοιον εξευτελισμό και τρέχει μακριά. Μόνο το συμφέρον μπορεί να αντέξει τέτοιο πόνο και εξευτελισμό. Μόνο όσοι μπορούν να αγαπούν, αισθάνονται όταν έρθει η ώρα για την επιταγή του αντίο. Να πουν ένα αντίο που πονάει βέβαια φρικτά, που θέλει κότσια. Ερωτεύσιμες όμως είναι μονάχα οι δυνατές ψυχές. Τίποτα πιο ερωτεύσιμο από τη δύναμη και την ελευθερία, από τον δυνατό και τον ελεύθερο...»
«...να φεύγει, πάντα να φεύγει σέρνοντας σαν βαλίτσα πίσω της τη βαρύτερη ευαισθησία, την ευαισθησία του δυνατού και του αξιοπρεπούς, την πιο βαριά δηλαδή...»
«...όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος θα πει ότι του μοιάζει...και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά (Μάνος Χατζιδάκις)...»
(ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ)
«...Γι’ αυτό και τόσο συχνά οι χωρισμένοι εραστές τείνουν να συκοφαντούν με μικρότητα στους άλλους και στον εαυτό τους το αγαπημένο πλάσμα που έχασαν. Για να μειώσουν την οδύνη της απώλειας, μειώνουν την αξία του προσώπου. Και για να κρατηθούν έτσι μακριά, να έχουν λόγους να τον αποφεύγουν. Να γεννηθεί καλύτερα ανάμεσά του μια εχθρική παρεξήγηση που σαν τάφρος να τους προστατεύει απ’ την επιδρομή της θανάσιμης έλλειψης, της θανάσιμης νοσταλγίας. Για να αντέξουν στο χαλασμό. Κι αυτό σ’ εμένα φαίνεται πιο συγκινητικό και ανθρώπινο, κι ας δείχνει απολίτιστο, κακόβουλο, μικροπρεπές και βάρβαρο. Πολύ πιο φυσιολογικό από το να γίνουν φίλοι, να τα λένε στο τηλέφωνο όλα, να βγαίνουν έξω με τους νέους συντρόφους τους, να αισθάνονται άνετα. Φέρονται σαν τίποτα να μην έγινε, γιατί, όντως, ποτέ τίποτα δεν έγινε...»
«...Μια προσωπικότητα, όταν δεν αισθάνεται ισχυρή, ελεύθερη και αξιαγάπητη ώστε να εμπνεύσει αγάπη και αυθεντικούς δεσμούς, θα χρησιμοποιήσει στην πορεία το δόλωμα του οίκτου. Θα προσπαθήσει να είναι διαρκώς «αδύναμη», «δυστυχής», «άρρωστη», προκειμένου να κρατήσει κοντά της εκείνους που «είναι υποχρεωμένοι» να μένουν κοντά της και να τη νοιάζονται...»
«...Μόνο από τον εαυτό μας κινδυνεύουμε, μόνο εκεί στο βυθό του βρίσκεται η Κόλαση και ο Παράδεισός μας, γι’ αυτό και προς τα εκεί, προς τα μέσα, αξίζει να οδοιπορούμε. Κάθε δρόμος, και ο πιο μακρινός, και ο πιο φιλόδοξος πνευματικά, από εκεί περνάει. Από εκεί περνάει ακόμη και η απάρνηση του εαυτού όταν την αποφασίσουμε. Γι’ αυτό θυμώνουμε όταν μας εμποδίζουν το μόνο δημιουργικό ταξίδι ζωής: να βρούμε τον εαυτό μας...»
«...ο εγωιστής δεν αγαπά τον εαυτό του, αγωνίζεται ασύστολα, εκβιαστικά να τον αγαπήσουν οι άλλοι ακριβώς γι’ αυτό, γιατί εκείνος τον εαυτό του τον αντιπαθεί, τον αμφισβητεί και τον φοβάται, θέλει διαρκώς ενίσχυση και έξωθεν καλή μαρτυρία...»
«...Τα λόγια έχουν γίνει η επιστήμη της απάτης, αλλά και της αυταπάτης. όσο ωραιότερα τόσο πιο ύποπτα. Όσο επιδεξιότερη η ρητορεία, τόσο απειλεί από πίσω η ασυνέπεια. Άλλωστε η φλυαρία πρέπει να εξετάζεται και ως αμυντικός μηχανισμός. εκείνος που μιλάει πολύ προσπαθεί να πείσει πως φανερώνει τις σκέψεις του, ενώ συχνά το κάνει προκειμένου να κρύψει σκέψεις. Προβάλλοντας μπροστά του σαν κουρτίνα τα πολλά λόγια, καλύπτει εκείνο για το οποίο δε θέλει να μιλήσει, δε θέλει να δείξει ή δε θέλει να δει. Η εκμετάλλευση του άλλου έχει απειράριθμες μορφές, τα σχήματα λόγου είναι απ’ τους πιστότερους υπηρέτες εκείνων που ψεύδονται...»
«...Δεν είναι κακό να ζει κανείς μόνος, αντιθέτως, όποιος ασκηθεί να αντέχει τη μοναξιά έχει τη δύναμη να αντέχει πάρα πολλά, και όχι μονάχα να αντέχει αλλά και να απολαμβάνει πάρα πολλά που αλλιώς δε θα μπορούσε να διακρίνει. Η μοναξιά είναι το ορυχείο της δύναμης και της αυτογνωσίας. Δεν ζει κανείς καλά παρά μόνος, έφτασε να λεει ο Διονύσιος Σολωμός. Μια μοναξιά, όμως, που δεν αποτελεί καταφύγιο δειλίας. Μόνο τότε. Η επιλεγμένη μοναχικότητα, όχι η εξαναγκαστική. Ένας ελεύθερα μόνος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τον άλλο. Γιατί δεν τον φοβάται, δεν εξαρτάται από αυτόν, δεν τον χρησιμοποιεί, δεν τον απομυζά για να πάρει ζωτικούς χυμούς. Θα ήταν μάλιστα ευχής έργο να περνούσε ο καθένας μας μια θητεία στη μοναξιά, εκείνη που ωριμάζει και ελευθερώνει. Οι σχέσεις θα κέρδιζαν σε αυθεντικότητα κατά πολύ...»
«...πίσω από κάθε πόνο σου στέκει ένα λάθος σου (Αριστοτέλης)...»
«...Όμως γιατί είναι ευτύχημα και όχι σκέτο δυστύχημα το γεγονός πως μόνο τα δικά μας σφάλματα μπορούμε να διορθώσουμε; Εγώ, τουλάχιστον, το θεωρώ μια μεγαλειώδη δυσκολία. Διότι αποδεικνύει τον μέγιστο ρόλο της προσωπικής ευθύνης και, ως εκ τούτου, την τεράστια δυνατότητα της προσωπικής μας ελευθερίας. Αλλά παράλληλα αποδεικνύει τον απόλυτο σεβασμό που οφείλουμε προς τον κάθε άλλον να ακολουθήσει τη δική του βούληση...Αν μονάχα τα δικά μας λάθη μπορούμε να βοηθήσουμε, τότε σημαίνει πως η ζωή μας είναι στα χέρια μας, πως καμιά ανάγκη δεν έχουμε να σκλαβωνόμαστε στην εξάρτηση από τον άλλο...Όλα εμείς τα αποφασίζουμε, ακόμη και τη σκλαβιά μας, την αρρώστια μας. κάποιες φιλοσοφίες υποστηρίζουν πως και το θάνατό μας υποσυνείδητα εμείς τον αποφασίζουμε. Ακόμη κι αν κάποιος μας επηρεάζει έντονα, είναι γιατί εμείς επιθυμούμε να επηρεαστούμε...»
«...Γκουρτζίεφ: «τα γεγονότα δεν μπορείς να τα αλλάξεις, μπορείς όμως να αλλάξεις την αντιμετώπισή σου, τη στάση σου απέναντι στα γεγονότα». Δεν έχουν σημασία τα γεγονότα, αλλά η ερμηνεία που εμείς τους δίνουμε. «Οι άνθρωποι δεν ενοχλούνται από τα γεγονότα αλλά από την αντίληψή τους γι’ αυτά», δίδασκε τον 1ο αιώνα π.Χ. ο Επίκτητος...»
«...Δεν είναι να ντρεπόμαστε με αυτά που αισθανόμαστε, δεν έχουμε ευθύνη για τα αισθήματά μας, ευθύνη έχουμε για ό,τι τα κάνουμε μετά, αφού τα μάθουμε, για το πως τα διαχειριζόμαστε. Τι κρατάμε τι πετάμε. Είναι λεβεντιά και εξυπνάδα να μάθω και να παραδεχτώ τις επιθυμίες μου, αλλιώς δε θα εργαστώ ποτέ με την ψυχή μου...»
«...Είμαι σίγουρη πως εκείνος που αληθινά αγαπά δε μένει με το «έτσι θέλω» αν δεν αγαπιέται. Δεν αντέχει τέτοιον πόνο, τέτοιον εξευτελισμό και τρέχει μακριά. Μόνο το συμφέρον μπορεί να αντέξει τέτοιο πόνο και εξευτελισμό. Μόνο όσοι μπορούν να αγαπούν, αισθάνονται όταν έρθει η ώρα για την επιταγή του αντίο. Να πουν ένα αντίο που πονάει βέβαια φρικτά, που θέλει κότσια. Ερωτεύσιμες όμως είναι μονάχα οι δυνατές ψυχές. Τίποτα πιο ερωτεύσιμο από τη δύναμη και την ελευθερία, από τον δυνατό και τον ελεύθερο...»
«...να φεύγει, πάντα να φεύγει σέρνοντας σαν βαλίτσα πίσω της τη βαρύτερη ευαισθησία, την ευαισθησία του δυνατού και του αξιοπρεπούς, την πιο βαριά δηλαδή...»
«...όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος θα πει ότι του μοιάζει...και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά (Μάνος Χατζιδάκις)...»
(ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ)
Ποιήματα Αγάπης - αφιέρωμα στην αγάπη!!
Δυο εραστές γεμάτοι πάθος
στην ακροθαλασσιά αναζητούσαν της αγάπης τους το βάθος.
Κι όσο η βραδιά κυλούσε,
την αγκαλιά ο ένας του άλλου αναζητούσε.
Είναι αληθινό το όνειρο που ζουν
ή μήπως είναι παραίσθηση και σύντομα θα βγουν;
είναι σοφό και άξιο την κάθε στιγμή να γεύεσαι
και για το αύριο χωρίς ανησυχία να πορεύεσαι…
Το φως της πανσέληνου έλαμπε στη φύση
κι οι δύο εραστές ατένιζαν τη δύση.Σφιχτά αγκαλιασμένοι μοιράζονταν ποικίλους στοχασμούς
απολαμβάνοντας συνάμα του φεγγαριού τους ιριδισμούς......
(Έρωτας - Ε. Γραμμένου)
-------------------------------------------------------------------
I want you to know one thing.
You know how this is:
if I look at the crystal moon, at the red branch
of the slow autumn at my window,
if I touch near the fire the impalpable ash
or the wrinkled body of the log,
everything carries me to you,
as if everything that exists,
aromas, light, metals,were little boats that sail
toward those isles of yours that wait for me.
Well, now,
if little by little you stop loving meI shall stop loving you little by little.
If suddenly you forget me
do not look for me,for I shall already have forgotten you.
If you think it long and mad,
the wind of banners
that passes through my life,
and you decide
to leave me at the shore
of the heart where I have roots,
remember that on that day,
at that hour,
I shall lift my arms
and my roots will set off
to seek another land.
But if each day,each hour,
you feel that you are destined for me
with implacable sweetness,
if each day a flower
climbs up to your lips to seek me,
ah my love, ah my own,
in me all that fire is repeated,
in me nothing is extinguished or forgotten,
my love feeds on your love, beloved,
and as long as you live it will be in your arms
without leaving mine.
(If You Forget Me, Pablo Neruda)
-----------------------------------------------------------------
What's wrong with you, with us,
what's happening to us?
Αh our love is a harsh cordthat binds us wounding us
and if we want to leave our wound,to separate,
it makes a new knot for us and condemns us
to drain our blood and burn together.
What's wrong with you? I look at you
and I find nothing in you but two eyes
like all eyes,a mouth
lost among a thousand mouths that I have kissed, more beautiful,
a body just like those that have slipped
beneath my body without leaving any memory.
And how empty you went through the world, like a wheat-colored jar
without air, without sound, without substance!
I vainly sought in you depth for my arms
that dig, without cease, beneath the earth:
beneath your skin, beneath your eyes,
nothing,beneath your double breast scarcely
raised a current of crystalline order
that does not know why it flows singing.
Why, why, why,my love, why?
(Love, Pablo Neruda)
-----------------------------------------------------------------
Μετά σου το παν, νομίζω, προσηνές με μειδιά,στον καθρέπτη των ματιών σου την χαράν αντανακλά.
Στάσου, φως μου, και ακόμη δεν σε είπα τα μισά
απ’ εκείνα που πιέζουν την ερώσαν μου καρδιά και στα χείλη μου
ορμούνε με μια μόνη σου ματιά.
Μη με ομιλής αν θέλης, μη με πης γοητευτικά λόγια αγάπης και λατρείας.
Φθάνει να ‘σαι εδώ κοντά,
να σε λέγω πως σε θέλω, να σ’ εγγίζω, την δροσιά του πρωιού
που αναπνέεις ν’ αναπνέω κι αν και αυτά υπερβολικά τα βρίσκης,
να σε βλέπω μοναχά!
(Έπος καρδίας - Κ. Καβάφης)
-------------------------------------------------------------------
Είχε η βεράντα σκοτεινιάσει
πλάι μας φτερούγισε μια βιάση
στις δυο καρδιές είχε φωλιάσει
αντίρροπη μια εξομολόγηση.
Και η άκαρπη φωνή εμαράθη
στα χείλια μας μελίσσι λάθη
και μόνο απ'του κορμιού τα βάθη
θεέ μου, προσμέναμε μια βλόγηση.
Σκοτάδι βούιζε μες το σπίτι
κι από το φως του αποσπερίτη
ως των μαλλιών σου το μαγνήτη,
θυμήσου τον απρόσιτο άγγελο
με τα γοργά τα δαχτυλίδια
πεσμένα ξάφνου, δυο ριπίδια
στη σκέψη που με δέηση ίδια
διαβάζαμε σαν τετραβάγγελο.
Γυναίκα, της ψυχής μου ξένη
το ξάφνιασμά σου μου απομένει
ωραία Γυναίκα αγαπημένη,
το βράδυ αυτό το ανόητο, σήμερα
και των ματιών σου οι μαύροι κρίκοι
και της νυχτιάς η ανάερη φρίκη...
Σκύψε να μπεις πάλι στη θήκη
λεπίδι της σιωπής μου, χίμαιρα.
(Σχόλια - Γ. Σεφέρης)
-------------------------------------------------------------------
Το κρεβάτι περήφανο.
Είδε την ένωση μας
ως το βαθύ αρκουδοδασος
με το μεγάλο ποτάμι
και τους πέντε αητούς.
Δεν είχα να προσθέσω
άλλο στίχο
άλλη λέξη
στο σώμα σου βίωνα
όλη την ποίηση.
Το αμέτρητο βάθος το μέτρησα
μ’ ένα πούπουλο δεμένο σε κλωστή
δεν κατέβαινε, ανέβαινε.
Τα χείλη σου.
Σε σήκωσα στα χέρια μου
και πέταξα.
(Γ. Ρίτσος)
-----------------------------------------------------------------
Δεν μπορώ να ξέρω, δεν μπορώ να πω
αν θα σ'αγαπώ
ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα
όπως, κι όσο, τώρα'
Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,
αν θα μαραθεί
πάλι σαν το ρόδο που το καίει το θέρο,
δεν μπορώ να ξέρω.
Ο,τι ξέρω είναι πως, απ' την ημέρα
που 'γινες δική μου
άνοιξαν κλεισμένες πύλες -και το θαύμα
μπήκε στη ζωή μου'
Όλα αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου
σκόρπισε η χαρά,
σαν στα βαλτοτόπια που τα πλημμυρίζουν
ζωντανά νερά.
Έχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα
κι ό,τι είχα ποθήσει:
Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη
που δεν είχα ζήσει.
Τη ζωή τη βλέπω σάμπως μεσ' από να
μαγικό γυαλί
κι απ' ό,τι ζητούσα μού δωσ' η αγάπη
τόσο πιο πολύ,
πού να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα
φύγει πάλι πίσω
κι απομείνω μόνος, κι όπως ήμουν πρώτα,
κάλλιο να μην ζήσω
(Ερωτικό - Κώστας Ουράνης)
--------------------------------------------------------------------
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στη πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα.
Αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα.
Θε να σου κλείσει απαλά, με τ' άσπρα χέρια της τα δυό,
τα μάτια που κουράστηκαν στους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: "Ποιά ειμ' εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί.
Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις έξαφνα 'μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Ειδέ κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σα φανεί, τρέξεις σ' αυτή κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.
(Αγάπη - Κώστας Ουράνης)
--------------------------------------------------------------------
Στο εδώ είναι το παντού και στο καθετί τα πάντα.
Είμαι ήσυχη και κίνδυνο δεν έχω.
Γιατί τον πόνο και τη χαρά αρχίζω να τη δέχομαι με την ίδια ευγνωμοσύνη,το μικρό και το μεγάλο με την ίδια έκπληξη κι όλα τα πλάσματα
ν' αποδέχομαι με τον ίδιο σεβασμό, ακόμα κι εμένα.
Το τίποτα και το όλα αρχίζω να κοιτώ σαν όψεις του ίδιου νομίσματοςπου δίχως τη μιαν όψη είναι κίβδηλο.
Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο,
με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περίσσια.
Θα σ' αγαπώ τόσο που δεν θα σ' απαιτώ δικό μου.
Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ
από το καλά σου.
Ακόμα κι αν κοντά σε άλλην είσαι καλά, εγώ πάλι θα χαίρομαι
όπως να ήσουν μαζί μου.
Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια.
Υπάρχω μόνο και σ' αγαπώ κι αυτό το "σ' αγαπώ" μου που δεν έχει ανάγκη
καμιά ούτε καν γι ανταπόδοση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει
με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο,
θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες, να τ' ακούς.
Φτάνει να το θες.
Σ' αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι,
είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ' αγάπησα
κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.
Εσύ καλέ μου, μου δίδαξες σκληρά την καταστροφή του να σ' αγαπώ λίγο.
Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός,
να σ' απαιτεί, να σε διεκδικεί.
Η αγάπη δεν είναι κατά περίσταση, η αγάπη είναι άνευ όρων,
δεν παζαρεύει δούναι και λαβείν, η αγάπη είναι έξοδος
γιατί το εγώ το κάνει εσύ και σε λυτρώνει.
Όχι καλέ μου, εσύ δεν τελειώνεις, το τέλος σου δεν έχει τελειωμό.
Τα πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα όπως το λέμε,
τα πράγματα μεταλλάζονται κι εγώ τώρα μεταλλάζω
τον απάνθρωπο έρωτά μου σ' αγάπη φιλάνθρωπη.
Δε θέλω να μιλώ άλλο για μένα.
Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει
το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δε φυλακίζεται.
Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.
Σ' αγαπώ πια τόσο που δεν σ' έχω ανάγκη.
Σ' αγαπώ τόσο που σ' απαλάσσω από μένα.
Σ' αγαπώ αληθινά και δε σε φοβάμαι!
Αρχίζω να εμπιστεύομαι τη ζωή και να μην έχω αγωνία.
Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;
Οι λέξεις είναι ξένα σώματα.
Μ' ενοχλούν.
Μπορώ πια να σωπάσω.
(Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω - Μ.Βαμβουνάκη)
----------------------------------------------------------------------
Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου έσκυβε και με ρωτούσε.
Τι έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν είτανε κανείς.
Κάπου όμως μες στον κόσμο είταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι; - μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο
τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει
μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Α, θα 'θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας σου τα
γόνατα που σε γεννήσανε για μένα
να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμα σου
να κρύψω σα φυλαχτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ' το σεντόνι που
κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή πριν
από μένα να του χαμογελάσω,
που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία. Γιατί εγώ, αγαπημένη,
σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ' τον έρωτα εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την
ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.
-σ΄αναζητάω
σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ΄ένα σπίτι που ΄πιασε
φωτιά.
θα σ΄ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει,
ακούγοντας μακριά τη βουή μια μεγάλης γιορτής
(Ερωτικό - Τάσος Λειβαδίτης)
-------------------------------------------------------------------
'Oλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ' τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.
(Έρωτας, Κιβωτός - Τ. Λειβαδίτης)
--------------------------------------------------------------------
Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ' τοφεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κατόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
Kόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
τους φαγώθηκε από παράσιτα
Kι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δάχτυλά μου όπως περνάει ο αγέρας από φύλλα
κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι και κοιμάσαι
Kαι ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και θυμάσαι
Διότι θυμάσαιΓι' αυτό σ' αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμαστε μαζί
Kι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν' ανεβοκατεβαίνει τα δέντρα...πως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Kι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν
Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια του νερού και λέω: νά
το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες απ' το κόκκινο - σαν τα
μάτια τού μπεκρή - λυκόφως
Kαι είπαμε νά το ριζικό νά οι αγάπες βγήκαν στους δρόμους για τον επιούσιο
Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Nά 'ρχονται και να χάνονταιΓι' αυτό σ' αγαπώ
Kι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Eίσαι κείνο που γλύτωσε απ' τα σκάγια
Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι από σκέψη από αίσθηση κι
από φωνή
Eίναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι' αυτό σ' αγαπώ.
(Χαμηλοφώνως, Δ.Π.Παπαδίτσας)
-------------------------------------------------------------------
Ήταν πουλί μιας άνοιξης
Της χαραυγής το χάδι
Ήταν τραγούδι του βοριά μες το βάρη χειμώνα
Ο ήλιος του καλοκαιριού στο γύρισμα της δύσης
Το όνειρο που πάντρεψες, μέσα σε μια στιγμή.
Τώρα αγναντεύεις τους καιρούς,
Θωρείς τον ουρανό και εκλιπαρείς,
Γυρεύεις όνειρο από αλλού να κλέψεις.
Μα είναι η ζωή σου ολόκληρη
Τώρα μια φυλακή.
(Φυλακισμένο όνειρο/Αγάπη μου χάθηκες - Δ.Καραγιάννης)
-------------------------------------------------------------------
Σ’ αγαπώ. δεν μπορώ
τίποτα άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.
Ω μελίσσι μου, πιες
απ’ αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!
Τα δυο χέρια μου, να!
σ’ τα προσφέρω δετά
για να γείρεις γλυκά
το κεφάλι,
κι η καρδιά μου σκιρτά
κι όλη ζήλια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!
Και για στρώμα, Καλέ,
πάρε όλην εμέ,
σβήσ’ τη φλόγα σ’ εμέ
της φωτιάς σου,
ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θ’ αγρικώ
να κυλάει στο ρυθμό
της καρδιάς σου…
Σ’ αγαπώ. τι μπορώ,
Ακριβέ, να σου πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο;
(Σ’ αγαπώ – Μυρτιώτισσα)
--------------------------------------------------------------------
Δεν ήσαν περαστικοί κομήτες
ούτε καν στιγμιαίοι διάττοντες
τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε –
το πολύ καύτρες μέσα στη νύχτα
απ’ τα τσιγάρα που τινάζαμε
κι η πύρινη τροχιά τους
μόλις που πρόφταινε να λάμψει.
Αυτό το λίγο ήταν που γέμιζε τη ζωή μας
κι αν κάποτε μιλούσαμε για θάνατο
με σιγουριά τον βάζαμε γι’ αργότερα.
(Τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε - Τίτος Πατρίκιος)
---------------------------------------------------------------------
Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι
σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
που ίσως άλλοι δεν θα δουν να χρυσίζει,
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
και από τότε είμαι γιατί εσύ είσαι,
και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.
(Ίσως η απουσία είναι παρουσία - Pablo Neruda)
στην ακροθαλασσιά αναζητούσαν της αγάπης τους το βάθος.
Κι όσο η βραδιά κυλούσε,
την αγκαλιά ο ένας του άλλου αναζητούσε.
Είναι αληθινό το όνειρο που ζουν
ή μήπως είναι παραίσθηση και σύντομα θα βγουν;
είναι σοφό και άξιο την κάθε στιγμή να γεύεσαι
και για το αύριο χωρίς ανησυχία να πορεύεσαι…
Το φως της πανσέληνου έλαμπε στη φύση
κι οι δύο εραστές ατένιζαν τη δύση.Σφιχτά αγκαλιασμένοι μοιράζονταν ποικίλους στοχασμούς
απολαμβάνοντας συνάμα του φεγγαριού τους ιριδισμούς......
(Έρωτας - Ε. Γραμμένου)
-------------------------------------------------------------------
I want you to know one thing.
You know how this is:
if I look at the crystal moon, at the red branch
of the slow autumn at my window,
if I touch near the fire the impalpable ash
or the wrinkled body of the log,
everything carries me to you,
as if everything that exists,
aromas, light, metals,were little boats that sail
toward those isles of yours that wait for me.
Well, now,
if little by little you stop loving meI shall stop loving you little by little.
If suddenly you forget me
do not look for me,for I shall already have forgotten you.
If you think it long and mad,
the wind of banners
that passes through my life,
and you decide
to leave me at the shore
of the heart where I have roots,
remember that on that day,
at that hour,
I shall lift my arms
and my roots will set off
to seek another land.
But if each day,each hour,
you feel that you are destined for me
with implacable sweetness,
if each day a flower
climbs up to your lips to seek me,
ah my love, ah my own,
in me all that fire is repeated,
in me nothing is extinguished or forgotten,
my love feeds on your love, beloved,
and as long as you live it will be in your arms
without leaving mine.
(If You Forget Me, Pablo Neruda)
-----------------------------------------------------------------
What's wrong with you, with us,
what's happening to us?
Αh our love is a harsh cordthat binds us wounding us
and if we want to leave our wound,to separate,
it makes a new knot for us and condemns us
to drain our blood and burn together.
What's wrong with you? I look at you
and I find nothing in you but two eyes
like all eyes,a mouth
lost among a thousand mouths that I have kissed, more beautiful,
a body just like those that have slipped
beneath my body without leaving any memory.
And how empty you went through the world, like a wheat-colored jar
without air, without sound, without substance!
I vainly sought in you depth for my arms
that dig, without cease, beneath the earth:
beneath your skin, beneath your eyes,
nothing,beneath your double breast scarcely
raised a current of crystalline order
that does not know why it flows singing.
Why, why, why,my love, why?
(Love, Pablo Neruda)
-----------------------------------------------------------------
Μετά σου το παν, νομίζω, προσηνές με μειδιά,στον καθρέπτη των ματιών σου την χαράν αντανακλά.
Στάσου, φως μου, και ακόμη δεν σε είπα τα μισά
απ’ εκείνα που πιέζουν την ερώσαν μου καρδιά και στα χείλη μου
ορμούνε με μια μόνη σου ματιά.
Μη με ομιλής αν θέλης, μη με πης γοητευτικά λόγια αγάπης και λατρείας.
Φθάνει να ‘σαι εδώ κοντά,
να σε λέγω πως σε θέλω, να σ’ εγγίζω, την δροσιά του πρωιού
που αναπνέεις ν’ αναπνέω κι αν και αυτά υπερβολικά τα βρίσκης,
να σε βλέπω μοναχά!
(Έπος καρδίας - Κ. Καβάφης)
-------------------------------------------------------------------
Είχε η βεράντα σκοτεινιάσει
πλάι μας φτερούγισε μια βιάση
στις δυο καρδιές είχε φωλιάσει
αντίρροπη μια εξομολόγηση.
Και η άκαρπη φωνή εμαράθη
στα χείλια μας μελίσσι λάθη
και μόνο απ'του κορμιού τα βάθη
θεέ μου, προσμέναμε μια βλόγηση.
Σκοτάδι βούιζε μες το σπίτι
κι από το φως του αποσπερίτη
ως των μαλλιών σου το μαγνήτη,
θυμήσου τον απρόσιτο άγγελο
με τα γοργά τα δαχτυλίδια
πεσμένα ξάφνου, δυο ριπίδια
στη σκέψη που με δέηση ίδια
διαβάζαμε σαν τετραβάγγελο.
Γυναίκα, της ψυχής μου ξένη
το ξάφνιασμά σου μου απομένει
ωραία Γυναίκα αγαπημένη,
το βράδυ αυτό το ανόητο, σήμερα
και των ματιών σου οι μαύροι κρίκοι
και της νυχτιάς η ανάερη φρίκη...
Σκύψε να μπεις πάλι στη θήκη
λεπίδι της σιωπής μου, χίμαιρα.
(Σχόλια - Γ. Σεφέρης)
-------------------------------------------------------------------
Το κρεβάτι περήφανο.
Είδε την ένωση μας
ως το βαθύ αρκουδοδασος
με το μεγάλο ποτάμι
και τους πέντε αητούς.
Δεν είχα να προσθέσω
άλλο στίχο
άλλη λέξη
στο σώμα σου βίωνα
όλη την ποίηση.
Το αμέτρητο βάθος το μέτρησα
μ’ ένα πούπουλο δεμένο σε κλωστή
δεν κατέβαινε, ανέβαινε.
Τα χείλη σου.
Σε σήκωσα στα χέρια μου
και πέταξα.
(Γ. Ρίτσος)
-----------------------------------------------------------------
Δεν μπορώ να ξέρω, δεν μπορώ να πω
αν θα σ'αγαπώ
ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα
όπως, κι όσο, τώρα'
Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,
αν θα μαραθεί
πάλι σαν το ρόδο που το καίει το θέρο,
δεν μπορώ να ξέρω.
Ο,τι ξέρω είναι πως, απ' την ημέρα
που 'γινες δική μου
άνοιξαν κλεισμένες πύλες -και το θαύμα
μπήκε στη ζωή μου'
Όλα αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου
σκόρπισε η χαρά,
σαν στα βαλτοτόπια που τα πλημμυρίζουν
ζωντανά νερά.
Έχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα
κι ό,τι είχα ποθήσει:
Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη
που δεν είχα ζήσει.
Τη ζωή τη βλέπω σάμπως μεσ' από να
μαγικό γυαλί
κι απ' ό,τι ζητούσα μού δωσ' η αγάπη
τόσο πιο πολύ,
πού να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα
φύγει πάλι πίσω
κι απομείνω μόνος, κι όπως ήμουν πρώτα,
κάλλιο να μην ζήσω
(Ερωτικό - Κώστας Ουράνης)
--------------------------------------------------------------------
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στη πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα.
Αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα.
Θε να σου κλείσει απαλά, με τ' άσπρα χέρια της τα δυό,
τα μάτια που κουράστηκαν στους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: "Ποιά ειμ' εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί.
Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις έξαφνα 'μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Ειδέ κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σα φανεί, τρέξεις σ' αυτή κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.
(Αγάπη - Κώστας Ουράνης)
--------------------------------------------------------------------
Στο εδώ είναι το παντού και στο καθετί τα πάντα.
Είμαι ήσυχη και κίνδυνο δεν έχω.
Γιατί τον πόνο και τη χαρά αρχίζω να τη δέχομαι με την ίδια ευγνωμοσύνη,το μικρό και το μεγάλο με την ίδια έκπληξη κι όλα τα πλάσματα
ν' αποδέχομαι με τον ίδιο σεβασμό, ακόμα κι εμένα.
Το τίποτα και το όλα αρχίζω να κοιτώ σαν όψεις του ίδιου νομίσματοςπου δίχως τη μιαν όψη είναι κίβδηλο.
Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο,
με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περίσσια.
Θα σ' αγαπώ τόσο που δεν θα σ' απαιτώ δικό μου.
Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ
από το καλά σου.
Ακόμα κι αν κοντά σε άλλην είσαι καλά, εγώ πάλι θα χαίρομαι
όπως να ήσουν μαζί μου.
Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια.
Υπάρχω μόνο και σ' αγαπώ κι αυτό το "σ' αγαπώ" μου που δεν έχει ανάγκη
καμιά ούτε καν γι ανταπόδοση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει
με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο,
θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες, να τ' ακούς.
Φτάνει να το θες.
Σ' αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι,
είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ' αγάπησα
κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.
Εσύ καλέ μου, μου δίδαξες σκληρά την καταστροφή του να σ' αγαπώ λίγο.
Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός,
να σ' απαιτεί, να σε διεκδικεί.
Η αγάπη δεν είναι κατά περίσταση, η αγάπη είναι άνευ όρων,
δεν παζαρεύει δούναι και λαβείν, η αγάπη είναι έξοδος
γιατί το εγώ το κάνει εσύ και σε λυτρώνει.
Όχι καλέ μου, εσύ δεν τελειώνεις, το τέλος σου δεν έχει τελειωμό.
Τα πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα όπως το λέμε,
τα πράγματα μεταλλάζονται κι εγώ τώρα μεταλλάζω
τον απάνθρωπο έρωτά μου σ' αγάπη φιλάνθρωπη.
Δε θέλω να μιλώ άλλο για μένα.
Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει
το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δε φυλακίζεται.
Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.
Σ' αγαπώ πια τόσο που δεν σ' έχω ανάγκη.
Σ' αγαπώ τόσο που σ' απαλάσσω από μένα.
Σ' αγαπώ αληθινά και δε σε φοβάμαι!
Αρχίζω να εμπιστεύομαι τη ζωή και να μην έχω αγωνία.
Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;
Οι λέξεις είναι ξένα σώματα.
Μ' ενοχλούν.
Μπορώ πια να σωπάσω.
(Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω - Μ.Βαμβουνάκη)
----------------------------------------------------------------------
Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου έσκυβε και με ρωτούσε.
Τι έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν είτανε κανείς.
Κάπου όμως μες στον κόσμο είταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι; - μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο
τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει
μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Α, θα 'θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας σου τα
γόνατα που σε γεννήσανε για μένα
να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμα σου
να κρύψω σα φυλαχτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ' το σεντόνι που
κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή πριν
από μένα να του χαμογελάσω,
που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία. Γιατί εγώ, αγαπημένη,
σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ' τον έρωτα εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την
ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.
-σ΄αναζητάω
σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ΄ένα σπίτι που ΄πιασε
φωτιά.
θα σ΄ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει,
ακούγοντας μακριά τη βουή μια μεγάλης γιορτής
(Ερωτικό - Τάσος Λειβαδίτης)
-------------------------------------------------------------------
'Oλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ' τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.
(Έρωτας, Κιβωτός - Τ. Λειβαδίτης)
--------------------------------------------------------------------
Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ' τοφεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κατόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
Kόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
τους φαγώθηκε από παράσιτα
Kι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δάχτυλά μου όπως περνάει ο αγέρας από φύλλα
κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι και κοιμάσαι
Kαι ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και θυμάσαι
Διότι θυμάσαιΓι' αυτό σ' αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμαστε μαζί
Kι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν' ανεβοκατεβαίνει τα δέντρα...πως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Kι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν
Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια του νερού και λέω: νά
το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες απ' το κόκκινο - σαν τα
μάτια τού μπεκρή - λυκόφως
Kαι είπαμε νά το ριζικό νά οι αγάπες βγήκαν στους δρόμους για τον επιούσιο
Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Nά 'ρχονται και να χάνονταιΓι' αυτό σ' αγαπώ
Kι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Eίσαι κείνο που γλύτωσε απ' τα σκάγια
Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι από σκέψη από αίσθηση κι
από φωνή
Eίναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι' αυτό σ' αγαπώ.
(Χαμηλοφώνως, Δ.Π.Παπαδίτσας)
-------------------------------------------------------------------
Ήταν πουλί μιας άνοιξης
Της χαραυγής το χάδι
Ήταν τραγούδι του βοριά μες το βάρη χειμώνα
Ο ήλιος του καλοκαιριού στο γύρισμα της δύσης
Το όνειρο που πάντρεψες, μέσα σε μια στιγμή.
Τώρα αγναντεύεις τους καιρούς,
Θωρείς τον ουρανό και εκλιπαρείς,
Γυρεύεις όνειρο από αλλού να κλέψεις.
Μα είναι η ζωή σου ολόκληρη
Τώρα μια φυλακή.
(Φυλακισμένο όνειρο/Αγάπη μου χάθηκες - Δ.Καραγιάννης)
-------------------------------------------------------------------
Σ’ αγαπώ. δεν μπορώ
τίποτα άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.
Ω μελίσσι μου, πιες
απ’ αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!
Τα δυο χέρια μου, να!
σ’ τα προσφέρω δετά
για να γείρεις γλυκά
το κεφάλι,
κι η καρδιά μου σκιρτά
κι όλη ζήλια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!
Και για στρώμα, Καλέ,
πάρε όλην εμέ,
σβήσ’ τη φλόγα σ’ εμέ
της φωτιάς σου,
ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θ’ αγρικώ
να κυλάει στο ρυθμό
της καρδιάς σου…
Σ’ αγαπώ. τι μπορώ,
Ακριβέ, να σου πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο;
(Σ’ αγαπώ – Μυρτιώτισσα)
--------------------------------------------------------------------
Δεν ήσαν περαστικοί κομήτες
ούτε καν στιγμιαίοι διάττοντες
τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε –
το πολύ καύτρες μέσα στη νύχτα
απ’ τα τσιγάρα που τινάζαμε
κι η πύρινη τροχιά τους
μόλις που πρόφταινε να λάμψει.
Αυτό το λίγο ήταν που γέμιζε τη ζωή μας
κι αν κάποτε μιλούσαμε για θάνατο
με σιγουριά τον βάζαμε γι’ αργότερα.
(Τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε - Τίτος Πατρίκιος)
---------------------------------------------------------------------
Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι
σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
που ίσως άλλοι δεν θα δουν να χρυσίζει,
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
και από τότε είμαι γιατί εσύ είσαι,
και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.
(Ίσως η απουσία είναι παρουσία - Pablo Neruda)
Crave (GR)
'Ενας μονόλογος από το θεατρικό έργο "Crave" της Sarah Kane.
Όλα όσα νιώθουμε και πολλές φορές δεν μπορούμε να πούμε, όλα όσα ΔΕΝ μπορούν πολλοί ν' ακούσουν από μας. Όσοι δεν αντέχουν την αγάπη, όσοι δεν δέχονται να τη «γνωρίσουν». Κι όμως εμείς συνεχίζουμε να τα νιώθουμε κραυγάζοντάς τα.
"Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου…
Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου,
Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου,
Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό,
Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο,
Και να σου τρίβω το σβέρκο σου,
Και να σου φιλάω τα πόδια σου,
Και να σου κρατάω το χέρι σου,
Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου,
Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου,
Και να γελάω με την παράνοια σου, Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς, και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες, και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο,
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι, και
να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,
Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα,
Και να σ’ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,
Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,
Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ,
Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.
Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου.
Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ,
Και να τρελαίνομαι όταν αργείς,
Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα,
Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια,
Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός,
Και να ’μαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο,
Και να ’μαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς,
Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου,
Και να παρακαλάω να σ’ ήξερα μια ζωή.
Και ν’ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου,
Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,
Και να τρομάζω όταν θυμώνεις,
Και το ένα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο,
Και να σ’ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,
Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,
Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω,
Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,
Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,
Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,
Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,
Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις,
Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς,
Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω,
Και ν’ αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω,
Και ν’ αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι,
Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ’ αγαπούσε,
Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις,
Και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,
Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα,
Και να μη σ’ αφήνω να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις,
Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω,
Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι,
Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα,
Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα,
Και να θέλω ότι θέλεις,
Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής, Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου,
Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο, Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω, Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς,
Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ’ ζωή σου,
Και να ξεχνάω ποιος είμαι, Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί,
Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο
Τον ακάθεκτο
Τον ακατάλυτο
Τον ακατάσβεστο
Τον μεταρσιωτικό
Τον ψυχαναλυτικό
Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ..."
Όλα όσα νιώθουμε και πολλές φορές δεν μπορούμε να πούμε, όλα όσα ΔΕΝ μπορούν πολλοί ν' ακούσουν από μας. Όσοι δεν αντέχουν την αγάπη, όσοι δεν δέχονται να τη «γνωρίσουν». Κι όμως εμείς συνεχίζουμε να τα νιώθουμε κραυγάζοντάς τα.
"Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου…
Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου,
Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου,
Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό,
Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο,
Και να σου τρίβω το σβέρκο σου,
Και να σου φιλάω τα πόδια σου,
Και να σου κρατάω το χέρι σου,
Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου,
Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου,
Και να γελάω με την παράνοια σου, Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς, και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες, και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο,
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι, και
να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,
Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα,
Και να σ’ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,
Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,
Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ,
Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.
Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου.
Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ,
Και να τρελαίνομαι όταν αργείς,
Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα,
Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια,
Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός,
Και να ’μαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο,
Και να ’μαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς,
Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου,
Και να παρακαλάω να σ’ ήξερα μια ζωή.
Και ν’ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου,
Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,
Και να τρομάζω όταν θυμώνεις,
Και το ένα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο,
Και να σ’ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,
Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,
Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω,
Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,
Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,
Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,
Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,
Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις,
Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς,
Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω,
Και ν’ αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω,
Και ν’ αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι,
Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ’ αγαπούσε,
Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις,
Και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,
Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα,
Και να μη σ’ αφήνω να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις,
Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω,
Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι,
Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα,
Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα,
Και να θέλω ότι θέλεις,
Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής, Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου,
Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο, Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω, Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς,
Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ’ ζωή σου,
Και να ξεχνάω ποιος είμαι, Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί,
Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο
Τον ακάθεκτο
Τον ακατάλυτο
Τον ακατάσβεστο
Τον μεταρσιωτικό
Τον ψυχαναλυτικό
Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ..."
Η Ελλάδα & οι Έλληνες μέσα από τους στίχους των ποιητών μας
Ελλάδα
*************************************************
Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά’χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά’χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
(Γ. Σουρής)
*******
Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια,
ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.
(Γ. Σουρής)
*******
Όλα σ’αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
(Γ. Σουρής)
*******
Ο Έλληνας δυό δίκαια ασκεί πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος.
(Γ. Σουρής)
*******
Χαρά στους χασομέρηδες! χαρά στους αρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
(Γ. Σουρής)
*******
Γι’αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτίρ στα χρόνια τα παλιά, σικτίρ και στα καινούργια!
(Γ. Σουρής)
*******
Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα,
πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη...
αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα,
δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.
(Γ. Σουρής)
*******
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισό-μαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που’χει
στο ’να λουστρίνι, στ’ αλλο τσαρούχι.
(Γ. Σουρής)
*******
Σκύλος κοκκαλο-γλύφτης φέρνει γύρα
κρακ – κρακ της γειτονιάς τους τενεκέδες,
ο ποσα-παίρνεις με τον θεση-θήρα
για την Πατρίς, καυγάς στους καφενέδες.
(Γ. Σουρής)
*******
Πώς πάει το Έθνος;
Είδες ποτέ να μαδάνε την κότα
και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα;
Έτσι πάει το Έθνος!
(Διον. Σολωμός)
*******
Για ένα τριάρι, για λίγη βενζίνα, για μιά φασουλάδα,
πώς τα’κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου, Ελλάδα, Ελλάδα!
(Ν. Γκάτσος)
*******
Το πολιτικό μεθύσι
μ’ έζησε και θα με ζήσει
θέλω να’χω κ’ εξουσία
πήτε τήνε και μανία...
Να με ιδεί εξουσιαστή
η Πατρίδα κι ας χαθεί!
λυτρωτή της να με κράξει
και, στο διάολο, ας βουλιάξει!
Εμέ η δόξα μου να ζήσει,
και το Έθνος ας ψοφήσει!
(Ανδρέας Λασκαράτος)
*******
Ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» είναι ο ακόλουθος: ομάς ανθρώπων ειδότων να αναγινώσκωσι και ν’αρθρογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό έναν οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι.
(Εμμ. Ροϊδης)
*******
Λαέ, σε κλέβουν, σε γελούν μεγάλοι τσαρλατάνοι!
πριν φας εσύ την κότα σου, την τρώει η αλεπού!
...Μα, τα’ χασες και συ, λαέ,! είν’ η Πατρίδα κόμμα,
σε ζώνει σε συνδιασμό αδιάντροπο, φρικτό
και σε ζαλίζ’ η φοβερή της ρουσφετίλας βρώμα!
(Κλεάνθης Τριανταφύλλου)
*******
Αυτή η εισβολή χειρός είναι γνωστή πανδήμως.
Αλλά επιτυγχάνεται και διεξάγεται νομίμως.
Με τρόπον γενικώς ταυτόσημον,
που όλο επεκτείνεται, διότι δεν έχει ορόσημον.
Μ’ένα χαρτάκι τόσο δα, που λέγεται «...όσημον»!
Και έχουμε λοιπόν - μετράτε «όσημα»:
Ιατρόσημα, εργολαβόσημα, μηχανόσημα,
αστυνομικόσημα, υπαλληλόσημα
–τα τελευταία δια κρατήσεων καταλλήλων
3% υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων
και βιβλιόσημα, παπαδόσημα, δικηγορόσημα και
επαγγελματοαυτοκινητόσημα, εκτελωνιστόσημα,
συμβολαιογραφόσημα, φαρμακόσημα και άλλα
πλείστα –όσημα, όλα βιώσιμα και καταναλώσιμα......
Είναι αυτό το -όσημο, της χώρας μας οικόσημο
παχύ, καλοφαγώσιμο.
(Π. Παπαδούκας)
*******
Στ’ ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου
και πιό βαθειά! Πατήστε μας με κάτι
κι από το πόδι πιό σκληρό του Τούρκου.
Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,
κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανδαρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,
ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι...!
(Κ. Παλαμάς)
*******
Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι,
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι.
Στον αφέντη χαρά που τους λανσάρει!
και ποιά είναι τα σωστά, ποιά τα μεγάλα
που την ορμή τους δίνουν και τη χάρη;
Πρόδότες οι Τρικούπηδες; κρεμάλα!
Και οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! πλερωμένοι!
Να, η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα!
με λογιώτατους παραγιομισμένη.
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; κουκούτσι!
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει,
του ναργιλέ κρατώντας το μαρκούτσι.
(Κ.Παλαμάς)
*******
Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες,
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.
Σαράντα λύκοι με προβιά(γι’ αφτούς βαρά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.
Όξ’ ο κοσμάκης φώναζε: -Πεινάμε τέτοιες μέρες,
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες,
κ’οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: -Είστε αθέοι.
(Κ. Βάρναλης)
*******
Ήσυχα και ταπεινά, πάντα μ’εκείνον που νικά.
(Κ. Βάρναλης)
*******
Ενας γερουσιαστής μας με το στόμα γελαστό,
Σούτσ’ ελεύθερα με λέγει, συχαρίκια σε ζητώ
Πρόβαλα υπέρ του τύπου δεκαπέντε άρθρα νόμου
Και ιδού το σχέδιόν μου:
Ειν’ ελεύθερος ο τύπος φθάνει μόνο να μη θίγει
της αρχής τους υπαλλήλους, τους κριτάς,
τους υπουργούς μας, και των υπουργών τους φίλους.
Είν’ ελεύθερος ο τύπος, φθάνει μόνο να μη γράφει!
(Αλεξ. Σούτσος)
*******
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του το Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος αυτός δεν με προσλάβει
πηγαίνω ευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κι είναι η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρείς των την Συρία το ίδιο.
(Κ. Καβάφης)
Έλληνες
*************************************************
Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα...
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.
Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω...
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.
(Γ. Σουρής - Τεμπελιά)
*******
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
(Γ. Σουρής - Ὁ Ῥωμηός)
*******
Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα...
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.
Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.
Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.
Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.
(Γ. Σουρής - Ἀρχηγοί)
*******
Ἡ ψωροκώσταινα πατρὶς καὶ πάλιν κοκορεύεται,
ἄσβεστος κρύπτεται πυρὰ στῆς δόξης τὸ καμίνι,
καὶ Στάδια μαρμάρινα κι ἀγῶνας ὀνειρεύεται
ἂν κι ἐκ τῆς πείνας μάρμαρο προώρισται νὰ μείνει.
(Γ. Σουρής – Φύλλο 507 του Ρωμηού (8/4/1895))
Κάποια πράγματα παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο….
*************************************************
Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά’χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά’χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
(Γ. Σουρής)
*******
Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια,
ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.
(Γ. Σουρής)
*******
Όλα σ’αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
(Γ. Σουρής)
*******
Ο Έλληνας δυό δίκαια ασκεί πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος.
(Γ. Σουρής)
*******
Χαρά στους χασομέρηδες! χαρά στους αρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
(Γ. Σουρής)
*******
Γι’αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτίρ στα χρόνια τα παλιά, σικτίρ και στα καινούργια!
(Γ. Σουρής)
*******
Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα,
πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη...
αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα,
δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.
(Γ. Σουρής)
*******
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισό-μαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που’χει
στο ’να λουστρίνι, στ’ αλλο τσαρούχι.
(Γ. Σουρής)
*******
Σκύλος κοκκαλο-γλύφτης φέρνει γύρα
κρακ – κρακ της γειτονιάς τους τενεκέδες,
ο ποσα-παίρνεις με τον θεση-θήρα
για την Πατρίς, καυγάς στους καφενέδες.
(Γ. Σουρής)
*******
Πώς πάει το Έθνος;
Είδες ποτέ να μαδάνε την κότα
και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα;
Έτσι πάει το Έθνος!
(Διον. Σολωμός)
*******
Για ένα τριάρι, για λίγη βενζίνα, για μιά φασουλάδα,
πώς τα’κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου, Ελλάδα, Ελλάδα!
(Ν. Γκάτσος)
*******
Το πολιτικό μεθύσι
μ’ έζησε και θα με ζήσει
θέλω να’χω κ’ εξουσία
πήτε τήνε και μανία...
Να με ιδεί εξουσιαστή
η Πατρίδα κι ας χαθεί!
λυτρωτή της να με κράξει
και, στο διάολο, ας βουλιάξει!
Εμέ η δόξα μου να ζήσει,
και το Έθνος ας ψοφήσει!
(Ανδρέας Λασκαράτος)
*******
Ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» είναι ο ακόλουθος: ομάς ανθρώπων ειδότων να αναγινώσκωσι και ν’αρθρογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό έναν οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι.
(Εμμ. Ροϊδης)
*******
Λαέ, σε κλέβουν, σε γελούν μεγάλοι τσαρλατάνοι!
πριν φας εσύ την κότα σου, την τρώει η αλεπού!
...Μα, τα’ χασες και συ, λαέ,! είν’ η Πατρίδα κόμμα,
σε ζώνει σε συνδιασμό αδιάντροπο, φρικτό
και σε ζαλίζ’ η φοβερή της ρουσφετίλας βρώμα!
(Κλεάνθης Τριανταφύλλου)
*******
Αυτή η εισβολή χειρός είναι γνωστή πανδήμως.
Αλλά επιτυγχάνεται και διεξάγεται νομίμως.
Με τρόπον γενικώς ταυτόσημον,
που όλο επεκτείνεται, διότι δεν έχει ορόσημον.
Μ’ένα χαρτάκι τόσο δα, που λέγεται «...όσημον»!
Και έχουμε λοιπόν - μετράτε «όσημα»:
Ιατρόσημα, εργολαβόσημα, μηχανόσημα,
αστυνομικόσημα, υπαλληλόσημα
–τα τελευταία δια κρατήσεων καταλλήλων
3% υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων
και βιβλιόσημα, παπαδόσημα, δικηγορόσημα και
επαγγελματοαυτοκινητόσημα, εκτελωνιστόσημα,
συμβολαιογραφόσημα, φαρμακόσημα και άλλα
πλείστα –όσημα, όλα βιώσιμα και καταναλώσιμα......
Είναι αυτό το -όσημο, της χώρας μας οικόσημο
παχύ, καλοφαγώσιμο.
(Π. Παπαδούκας)
*******
Στ’ ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου
και πιό βαθειά! Πατήστε μας με κάτι
κι από το πόδι πιό σκληρό του Τούρκου.
Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,
κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανδαρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,
ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι...!
(Κ. Παλαμάς)
*******
Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι,
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι.
Στον αφέντη χαρά που τους λανσάρει!
και ποιά είναι τα σωστά, ποιά τα μεγάλα
που την ορμή τους δίνουν και τη χάρη;
Πρόδότες οι Τρικούπηδες; κρεμάλα!
Και οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! πλερωμένοι!
Να, η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα!
με λογιώτατους παραγιομισμένη.
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; κουκούτσι!
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει,
του ναργιλέ κρατώντας το μαρκούτσι.
(Κ.Παλαμάς)
*******
Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες,
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.
Σαράντα λύκοι με προβιά(γι’ αφτούς βαρά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.
Όξ’ ο κοσμάκης φώναζε: -Πεινάμε τέτοιες μέρες,
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες,
κ’οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: -Είστε αθέοι.
(Κ. Βάρναλης)
*******
Ήσυχα και ταπεινά, πάντα μ’εκείνον που νικά.
(Κ. Βάρναλης)
*******
Ενας γερουσιαστής μας με το στόμα γελαστό,
Σούτσ’ ελεύθερα με λέγει, συχαρίκια σε ζητώ
Πρόβαλα υπέρ του τύπου δεκαπέντε άρθρα νόμου
Και ιδού το σχέδιόν μου:
Ειν’ ελεύθερος ο τύπος φθάνει μόνο να μη θίγει
της αρχής τους υπαλλήλους, τους κριτάς,
τους υπουργούς μας, και των υπουργών τους φίλους.
Είν’ ελεύθερος ο τύπος, φθάνει μόνο να μη γράφει!
(Αλεξ. Σούτσος)
*******
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του το Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος αυτός δεν με προσλάβει
πηγαίνω ευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κι είναι η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρείς των την Συρία το ίδιο.
(Κ. Καβάφης)
Έλληνες
*************************************************
Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα...
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.
Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω...
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.
(Γ. Σουρής - Τεμπελιά)
*******
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
(Γ. Σουρής - Ὁ Ῥωμηός)
*******
Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα...
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.
Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.
Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.
Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.
(Γ. Σουρής - Ἀρχηγοί)
*******
Ἡ ψωροκώσταινα πατρὶς καὶ πάλιν κοκορεύεται,
ἄσβεστος κρύπτεται πυρὰ στῆς δόξης τὸ καμίνι,
καὶ Στάδια μαρμάρινα κι ἀγῶνας ὀνειρεύεται
ἂν κι ἐκ τῆς πείνας μάρμαρο προώρισται νὰ μείνει.
(Γ. Σουρής – Φύλλο 507 του Ρωμηού (8/4/1895))
Κάποια πράγματα παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο….
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)