Περιπλάνηση μιας ανθρωπόμυγας


Γεννιόμαστε γνωρίζοντας ότι σε 10 ημέρες θα πεθάνουμε. Το τέλος είναι γνωστό και έχουμε αποδεχθεί το προσωρινό της ύπαρξής μας. Αντίθετα με τους ανθρώπους, που τρέμουν το χαμό τους, εμείς οι ανθρωπόμυγες έχουμε συμφιλιωθεί με την ασημαντότητά μας.

Άνοιξα τα μάτια μου σε έναν όμορφο τόπο, γεμάτο φως, αποτέλεσμα του λαμπερού ήλιου και μοναδικά τοπία. Μόλις άνοιξα τα φτερά μου και κατάφερα να βρίσκομαι μόνη μου στον ουρανό, αποφάσισα να περιπλανηθώ σε όσα περισσότερα σημεία μπορούσα αυτού του τόπου, ώστε να συγκεντρώσω εικόνες, οσμές και εμπειρίες που θα με συντροφεύουν στο μεγάλο ταξίδι.

Ξεκίνησα από τα νότια που έχει θάλασσα, αφού την αγαπώ. Ήταν καλοκαίρι. Θαύμασα τα γελαστά πρόσωπα στο λιμάνι του Πειραιά, που όλο χαρά επιβιβάζονταν στα πλοία για τις διακοπές τους. Η ζωντάνια που απέπνεαν μου έδωσαν ώθηση να πετάξω μαζί τους μέχρι το Αγκίστρι, όπου απόλαυσα τα πρασινογάλαζα νερά και τις νεανικές παρέες που εξερευνούσαν το νησί με τα ποδήλατά τους.

Στάθηκα για λίγο πάνω σ’ ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, ώστε να ξαποστάσω και να συνεχίσω τη πορεία μου για το Σούνιο. Η διαδρομή ήταν γεμάτη γαλάζιο χρώμα, σε όλες τους τις αποχρώσεις και το λευκό του ναού, έλαμπε από μακριά. Μέχρι να φτάσω, ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να κατεβαίνει και σταμάτησα πάνω στο ναό, ώστε να θαυμάσω το ηλιοβασίλεμα και τα χρώματα που άλλαζε συνεχώς ο ουρανός. Εκεί πέρασα τη νύχτα μου, υπό τους ήχους των κυμάτων και το μουρμούρισμα των τζιτζικιών.

Την επόμενη ημέρα ανηφόρισα για τη βόρεια πλευρά της πόλης και στάθηκα στην Πάρνηθα, όπου έπαιξα με μια ομάδα νεαρών προσκόπων, οι οποίοι προσπαθούσαν να δέσουν τους κόμπους τους και να στήσουν σωστά τη σκηνή τους με την καθοδήγηση των οδηγών τους. Ξαφνικά συννέφιασε και ο αέρας άρχισε να δυναμώνει. Αν δεν εισέβαλα σε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα, θα χανόμουνα στη δύνη του.

Το αυτοκίνητο κατέληξε στην όγδοη προβλήτα του Πειραιά και επιβιβάστηκε στο καράβι για Κρήτη. Εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα αν έπρεπε να φύγω ή να το ακολουθήσω. Φοβήθηκα ότι η απόσταση ήταν μεγάλη και ίσως να μην κατάφερνα να επιστρέψω μετά. Τελικά αποφάσισα να συνεχίσω και ό,τι ήθελε προκύψει.

Φτάσαμε την επόμενη ημέρα στο Ηράκλειο. Μόλις ο οδηγός άνοιξε το παράθυρο για να καπνίσει, πέταξα έξω. Πέρασα από την Κνωσό, είδα ένα πανηγύρι στα Σφακιά, τον Άγιο Νικόλα, το Φραγκοκάστελο, την παλιά πόλη των Χανίων – που με ταξίδεψε λίγο στην Ιταλία – τα Φαλάσερνα, τις Βρύσες με το γραφικό γεφύρι πάνω στην κεντρική πλατεία, το Μπάλο με το αλλόκοτα μαγευτικό τοπίο του και κατέληξα στο Ελαφονήσι, όπου λάτρεψα την όψη του.

Ήδη ήμουνα στην έκτη ημέρα, είχα κουραστεί και αμφέβαλλα για το αν θα αντέξω την επιστροφή. Σκέφτηκα να πάω πίσω στο Ηράκλειο και να προσπαθήσω να εισχωρήσω πάλι σε κάποιο όχημα με κατεύθυνση τον Πειραιά, ώστε να είναι πιο ομαλή η επιστροφή μου. Για άλλη μια φορά τα κατάφερα και ανέβηκα στο πλοίο.

Μόλις σουρούπωσε και διασχίζοντας το στενό των ρευμάτων, ο καιρός άλλαξε απότομα κα ξεκίνησε θαλασσοταραχή. Ο αέρας όλο και δυνάμωνε. Όπως ήμουν μέσα στο πλοίο, ζαλιζόμουνα και είπα να βγω λίγο στο κατάστρωμα να με φυσήξει ο αέρας. Μόλις βγήκα στάθηκα πάνω στην κουπαστή και εκ του μη όντος, περνάει ένας υπάλληλος με φορτίο και με χτυπά άθελά του. Το χτύπημα μου έκοψε το ένα φτερό και πόδι. Δε μπορούσα να πετάξω πια. Ο δυνατός αέρας θα με έσπρωχνε στη θάλασσα.

Έτσι κι έγινε. Ο άνεμος με έσυρε πέρα από την κουπαστή, προς τη θάλασσα. Όσο ήμουν στον αέρα πέρασαν από μπροστά μου όλα όσα είχα ζήσει και το συναίσθημα της μη ολοκλήρωσης. Γρήγορα όμως σκέφτηκα – μιας και τα δευτερόλεπτα ήταν πολύτιμα – ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα πάει όπου επιθυμούσα, «παρά τό ελεύθειν όπου ερά τις». Ήμουν δηλαδή ελεύθερη και είχα μπόλικο υλικό για το τελευταίο ταξίδι μου.

(Ε. Γραμμένου)